Το τέλος μιας δυναστείας δεκαετιών σηματοδοτεί η δραματική έξοδος του Σύρου προέδρου από τη χώρα, μετά την προέλαση των αντικυβερνητικών τζιχαντιστών ενόπλων δυνάμεων της αντιπολίτευσης που σε λίγα μόλις 24ωρα οδήγησε στην κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ.
Ο Μπασάρ αλ- Άσαντ, με την φυγή του την Κυριακή 8 Δεκέμβρη του 2024 από τη χώρα ολοκληρώνει τον αγώνα του να μείνει στην εξουσία μετά από 14 χρόνια και ενώ η χώρα του κατακερματίστηκε σε έναν βάναυσο εμφύλιο πόλεμο που έγινε πεδίο μάχης για περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις.
Όταν ο Άσαντ ανήλθε στην εξουσία το 2000, πολλοί είδαν στο πρόσωπό του έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό μεταρρυθμιστή που θα ερχόταν σε ρήξη με το παρελθόν του πατέρα του. Σε ηλικία μόλις 34 ετών, ο οφθαλμίατρος που σπούδασε στη Δύση ήταν ένας λάτρης των υπολογιστών και της τεχνολογίας με μια ευγενική φυσιογνωμία.
Η φυσιογνωμία αυτή άλλαξε, όταν τον Μάρτιο του 2011 εξεγέρθηκαν οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Η εξέγερση γρήγορα μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο, με τον Άσαντ να αποφασίζει να συντρίψει αυτούς τους αντιφρονούντες με την υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν, στοχοποιώντας τις πόλεις που ελέγχονταν από την αντιπολίτευση.
Ο πόλεμος αυτός άφησε πίσω του σχεδόν μισό εκατομμύριο νεκρούς, ενώ περίπου ο μισός πληθυσμός των 23 εκατομμυρίων κατοίκων εκτοπίστηκε, όπως μεταδίδει το Associated Press.
Η σύγκρουση φαινόταν να έχει «παγώσει» τα τελευταία χρόνια, με την κυβέρνηση του Άσαντ να ανακτά τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των εδαφών της Συρίας, ενώ τα βορειοδυτικά της χώρας παρέμειναν υπό τον έλεγχο των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων και τα βορειοανατολικά υπό τον έλεγχο των Κούρδων.
Αν και η Δαμασκός βρέθηκε αντιμέτωπη με τις δραματικές επιπτώσεις των κυρώσεων που της είχε επιβάλει η Δύση, οι γειτονικές της χώρες άρχισαν να ανοικοδομούν τις σχέσεις τους με τη Συρία. Υπενθυμίζεται ότι, η Συρία επανεντάχθηκε στον Αραβικό Σύνδεσμο το 2023 και η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε τον Μάιο τον διορισμό του πρώτου πρεσβευτή της από τότε που διέκοψε τις σχέσεις με τη Δαμασκό πριν από 12 χρόνια.
Ωστόσο, η γεωπολιτική «σκακιέρα» άλλαξε ταχύτατα όταν οι ομάδες της αντιπολίτευσης στη βορειοδυτική Συρία εξαπέλυσαν μια αιφνιδιαστική επίθεση σε βάρος της κυβέρνησης του Άσαντ. Οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέρρευσαν γρήγορα ενώ οι σύμμαχοι του Σύρου προέδρου, όντας απασχολημένοι από άλλες συγκρούσεις και συγκεκριμένα από τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία και τα πολλαπλά μέτωπα στη Μέση Ανατολή, έδειχναν αδύναμοι να επέμβουν σε ένα ακόμη μέτωπο σε βαθμό που θα μπορούσε να καθορίσει τις εξελίξεις.
Το τέλος μιας οικογενειοκρατίας
Πότε και πώς όμως, ανήλθε ο Μπασάρ στην εξουσία; Όπως εξηγεί το Associated Press, δεν ήταν ο 34χρονος τότε Άσαντ εκείνος που προοριζόταν να κυβερνήσει τη Συρία το 2000. Ο πατέρας του είχε προετοιμάσει τον μεγαλύτερο αδερφό του Μπασάρ, τον Μπαζίλ, ως διάδοχό του, αλλά το 1994 σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Δαμασκό.
Μετά από αυτό το τραγικό για την οικογένεια συμβάν, ο Μπασάρ επέστρεψε στο σπίτι του από το Λονδίνο στο οποίο έκανε την πρακτική του ως οφθαλμίατρος, στρατεύτηκε ως έπρεπε και έγινε συνταγματάρχης για να εδραιώσει τα διαπιστευτήριά του, ώστε να μπορέσει μια μέρα να κυβερνήσει.
Ωστόσο, για να μπορέσει να αναλάβει την εξουσία έπρεπε να έχει συμπληρώσει την ηλικία των 40 ετών. Όταν, όμως, ο Χαφέζ Άσαντ πέθανε το 2000, το κοινοβούλιο μείωσε το όριο ηλικίας από τα 40 σε 34 έτη. Η ανάδειξη του Μπασάρ επισφραγίστηκε από ένα πανεθνικό δημοψήφισμα, στο οποίο ήταν ο μόνος υποψήφιος.
Ο στρατιωτικός Χαφέζ, κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 30 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων δημιούργησε μια σοβιετικού τύπου οικονομία για να αντέξει τις κυρώσεις της Δύσης.
Ακολούθησε μια κοσμική ιδεολογία που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τις σεχταριστικές διαφορές κάτω από την εικόνα της ηρωικής αντίστασης στο Ισραήλ. Σύνηψε συμμαχία με τη σιιτική κληρική ηγεσία στο Ιράν, σφράγισε τη συριακή κυριαρχία στον Λίβανο και δημιούργησε ένα δίκτυο Παλαιστίνιων και Λιβανέζων μαχητών.
Ο Μπασάρ αρχικά φαινόταν εντελώς διαφορετικός από τον πατέρα του. Η μόνη επίσημη θέση του πριν γίνει πρόεδρος, ήταν ως επικεφαλής της Συριακής Εταιρείας Υπολογιστών.
Αρχικά, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Άσαντ απελευθέρωσε πολιτικούς κρατούμενους και άνοιξε τον δρόμο για έναν πιο δημοκρατικό διάλογο στη Συρία. Στην «Άνοιξη της Δαμασκού», εμφανίστηκαν σαλόνια για διανοούμενους όπου οι Σύροι μπορούσαν να συζητήσουν για την τέχνη, τον πολιτισμό και την πολιτική, κάτι που παλαιότερα δεν συνέβαινε.
Όταν όμως 1.000 διανοούμενοι υπέγραψαν μια δημόσια έκκληση για πολυκομματική δημοκρατία και περισσότερες ελευθερίες το 2001 και κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να σχηματίσουν ένα πολιτικό κόμμα ως αντίπαλο δέος του Άσαντ, τα σαλόνια αυτά γέμισαν με μυστικούς πράκτορες που φυλάκισαν πολλούς αντιφρονούντες.
Οικονομική στροφή
Αντί για ένα πολιτικό άνοιγμα, ο Άσαντ στράφηκε σε οικονομικές αλλαγές. Σιγά-σιγά ήρε τους οικονομικούς περιορισμούς, επέτρεψε σε ξένες τράπεζες να λειτουργούν στη χώρα, άνοιξε τις πόρτες στις εισαγωγές και έδωσε ώθηση τον ιδιωτικό τομέα. Στη Δαμασκό και σε άλλες πόλεις αναπτύχθηκαν εμπορικά κέντρα, νέα εστιατόρια, ενώ αυξήθηκε ο καταναλωτισμός και ο τουρισμός.
Στην εξωτερική πολιτική, έμεινε πιστός στις συμμαχίες που είχε συνάψει ο πατέρας του. Με σύμμαχο το Ιράν επέμεινε στην επιστροφή των προσαρτημένων από το Ισραήλ Υψιπέδων του Γκολάν, αν και στην πράξη ο Άσαντ δεν αντιμετώπισε ποτέ στρατιωτικά το Ισραήλ.
Το πλήγμα του 2005 και η φιλοαμερικανική κυβέρνηση στο Λίβανο
Το 2005, υπέστη ένα βαρύ πλήγμα με την απώλεια του επί δεκαετίες ελέγχου της Συρίας στον γειτονικό Λίβανο μετά τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι. Με πολλούς Λιβανέζους να κατηγορούν τη Δαμασκό ότι βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία, η Συρία αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη χώρα και μια φιλοαμερικανική κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία.
Ταυτόχρονα, ο αραβικός κόσμος χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Το ένα απαρτίζονταν από τους συμμάχους των ΗΠΑ, τις σουνιτικές χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος και το άλλο από τη Συρία και το Ιράν υπό την ηγεσία των Σιιτών, που είχαν δεσμούς με τη Χεζμπολάχ και τους Παλαιστίνιους μαχητές.
Οικογενειακή υπόθεση
Για πολύ καιρό ο Άσαντ βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ίδια βάση εξουσίας που βασιζόταν και ο πατέρας του: την αλεβιτική αίρεση του, ένα παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ που αποτελούσε περίπου το 10% του πληθυσμού. Πολλές από τις θέσεις στην κυβέρνησή του δόθηκαν σε νεότερες γενιές των ίδιων οικογενειών που είχαν εργαστεί για τον πατέρα του. Αξιοποιήθηκαν επίσης μέλη της νέας μεσαίας τάξης που δημιουργήθηκαν από τις μεταρρυθμίσεις του, συμπεριλαμβανομένων των επιφανών σουνιτικών εμπορικών οικογενειών.
Ο Άσαντ έδωσε καίριες θέσεις επίσης στην οικογένειά του. Ο μικρότερος αδερφός του, Μάχερ, ήταν επικεφαλής της επίλεκτης Προεδρικής Φρουράς και θα ήταν επικεφαλής της καταστολής της εξέγερσης.
Η αδελφή τους Μπούσρα ήταν μια δυνατή φωνή στον στενό του κύκλο, μαζί με τον σύζυγό της, τον αναπληρωτή υπουργό Άμυνας Ασέφ Σαουκάτ, μέχρι που σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό το 2012. Ο ξάδερφος του Μπασάρ, Ράμι Μαχλούφ, έγινε ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της χώρας, επικεφαλής μιας οικονομικής αυτοκρατορίας, προτού οι δυο τους συγκρουστούν, οπότε και τελικά περιθωριοποιήθηκε.
Την ίδια ώρα όμως, ο Μπασάρ εμπιστευόταν ολοένα και περισσότερο βασικούς ρόλους στη σύζυγό του, Άσμα μέχρι και πολύ πρόσφατα, τον Μάιο του 2024 οπότε και ανακοίνωσε ότι έπασχε από λευχαιμία και έπρεπε να εγκαταλείψει σειρά καθηκόντων που είχε αναλάβει.
Η αρχή του τέλους
Όταν το 2011 ξέσπασαν διαδηλώσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, ανατρέποντας τελικά τις ηγεσίες τους, ο Άσαντ δεν πίστευε ότι θα συμβεί το ίδιο στη χώρα του, επιμένοντας ότι η κυβέρνησή του είχε βάσεις στην συριακή κοινωνία. Το σαρωτικό κύμα της Αραβικής Άνοιξης, όμως, έφτασε τελικά και στη Συρία.
Οι δυνάμεις καταστολής έπνιξαν τις διαμαρτυρίες και ο Άσαντ αρνιόταν πεισματικά ότι βρισκόταν αντιμέτωπος μια λαϊκή εξέγερση. Αντίθετα, κατηγόρησε τους «τρομοκράτες που υποστηρίζονται από το εξωτερικό» που προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς του, κάτι το οποίο φυσικά είχε βάση, αλλά δεν θα συνέβαινε εάν ο συριακός λαός δεν αντιμετώπιζε προβλήματα.
Τελικά, η ρητορική του άγγιξε τη «χορδή» πολλών μειονοτικών ομάδων της Συρίας – συμπεριλαμβανομένων Χριστιανών, Δρούζων και Σιιτών – καθώς και μερικούς Σουνίτες που φοβόντουσαν την προοπτική διακυβέρνησης από εξτρεμιστές πολύ από την διακυβέρνηση του Άσαντ.
Η εξέγερση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο και εκατομμύρια Σύροι κατέφυγαν στην Ιορδανία, την Τουρκία, το Ιράκ και τον Λίβανο και στην Ευρώπη.
Δώδεκα χρόνια μετά, χρειάστηκαν μόλις λίγα 24ωρα για την πλήρη κατάρρευση μιας οικογενειοκρατίας.