Τρίτη, 19 Νοεμβρίου, 2024
15.4 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Το τεφτέρι

Πρέπει να διαβάσετε

Δεν είχε και πολλά αντικείμενα αξίας στην κουζίνα της. Καναδυό ασημικά, το καλό σερβίτσιο φυλαγμένο στην κούτα του στο κάτω ντουλάπι και μια πορσελάνη, δώρο γάμου. Μα τον μεγαλύτερο θησαυρό τον έκρυβε στο συρτάρι της πιατοθήκης, ανάμεσα σε πετσετάκια και καθαρά τραπεζομάντηλα· ένα μπλε, σχολικό τεφτέρι με κιτρινισμένα φύλλα, γεμάτα συνταγές μαγειρικής.

Και τι δεν έβρισκες εκεί μέσα· συνταγές καθημερινές και γρήγορες, συνταγές για επίσημα τραπέζια, για τις μεγάλες γιορτές και τις νηστείες. Και πιο κάτω, σε ειδική ενότητα, του κόσμου τα γλυκά· κέικ και μπισκότα, αμυγδαλωτά, σταφιδωτά, βασιλόπιτες και πασχαλινά τσουρέκια, γλυκίσματα για κάθε εποχή και περίσταση.

Από παιδί όταν ήτανε, θυμάται τη μάνα της να το τηρεί ευλαβικά ετούτο δω το τεφτεράκι. Αφού πρώτα κατέγραψε όσα έμαθε απ’ τη δικιά της μάνα, αρχίνισε να το γεμίζει με τη γνώση που της προσφέρανε πρόθυμες γειτόνισσες και συγχωριανές. Σαν την ενδιέφερε κάποια συνταγή, ανέκρινε την κατεχάρα και σημείωνε πρόχειρα σ’ ένα χαρτί τα υλικά και την εκτέλεση. Έπειτα, με το πάσο της, κάθιζε στο τραπέζι της κουζίνας και μελετούσε τα γραμμένα, προσπαθώντας να μαντέψει το μυστικό που δεν της μαρτύρησε η ανακρινόμενη· το ‘ξερε, άλλωστε, πως όταν δίνεις μια συνταγή, δεν τη μολογάς ποτέ ολόκληρη, για να ‘ναι η δικιά σου εκτέλεση πάντοτε η πιο πετυχημένη. Μόλις έβγαζε άκρη και της φαινότανε λογικές οι οδηγίες, αντέγραφε τη συνταγή με καλλιγραφικά στο καθαρό της τεφτεράκι και το ξαναφύλαγε στο συρτάρι. «Εσύ θα τα πάρεις όλα αυτά, να τα προσέχεις», της έλεγε γελαστά, σαν την έπαιρνε χαμπάρι ότι καθότανε σιμά της και τη χάζευε.

Κι όντως, το κληρονόμησε το τεφτεράκι. Σαν έφυγε η μάνα της, ήταν το πρώτο πράμα που φρόντισε να περισώσει από το πατρικό της. Κι αν σήμερα είναι εύκολη η πρόσβαση σ’ άπειρες συνταγές και δεκάδες παραλλαγές της καθεμιάς, αυτή πάντοτε ανατρέχει πρώτα στο μητρικό τεφτέρι. Το βγάζει απ’ το συρτάρι του, τ’ ανοίγει με προσοχή να μη σκορπίσουνε οι πολυκαιρισμένες του σελίδες, το φυλλομετρά κι αφήνεται στα καλλιγραφικά της μάνας.

Σκέφτεται πως πρέπει να ‘βρει χρόνο να το αντιγράψει πριν διαλυθεί τελείως, να το αφήσει στα παιδιά της κι αυτή με τη σειρά της, όπως η μάνα της. Και κάθε που ετοιμάζει ένα τραπέζι, νιώθει αδιόρατα το χάδι της και τη στοργή της, λες και βρίσκεται κι αυτή με κάποιον τρόπο σιμά της στο δωμάτιο και τη χαζεύει ευχαριστημένη.

Χώρια που το φαΐ έχει ατόφια γεύση μάνας.

Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα