Παράνομες εξορύξεις, παράνομο εμπόριο ξυλείας, παράνομο εμπόριο ζωικών ειδών, παράνομη υλοτομία, παράνομη διάθεση απορριμμάτων και παράνομη απόρριψη ρύπων στην ατμόσφαιρα, το νερό ή το έδαφος – μερικές μόνο από τις μορφές που μπορεί να πάρει το περιβαλλοντικό έγκλημα.
Σήμερα θεωρείται η τρίτη πιο κερδοφόρα εγκληματική επιχείρηση στον κόσμο, μετά την παράνομη διακίνηση αγαθών και τα ναρκωτικά.
Κάθε πράξη που παραβιάζει την περιβαλλοντική νομοθεσία και βλάπτει σοβαρά ή θέτει σε κίνδυνο το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία θεωρείται περιβαλλοντικό έγκλημα.
Η παράνομη διακίνηση απορριμμάτων, για παράδειγμα, εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 10 έως 12 δισεκατομμύρια δολάρια (10,28 έως 12,34 δισεκατομμύρια ευρώ) ετησίως, σύμφωνα με στοιχεία του 2016, από το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών. Τα εγκληματικά δίκτυα εξοικονομούν πρωτίστως το κόστος της σωστής διάθεσης και λήψης αδειών, ενώ είναι πλέον σαφές ότι για πολλά, ανά τον κόσμο, εγκληματικά δίκτυα, τα κέρδη από τη διαχείριση των απορριμμάτων είναι τόσο τεράστια, που έχει γίνει πιο ενδιαφέρουσα δραστηριότητα από τη διακίνηση ναρκωτικών.
Σύμφωνα με τη Europol, το περιβαλλοντικό έγκλημα αποφέρει κέρδη μεταξύ 110 και 280 δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο.
Σύμφωνα με μια μελέτη του 2021 από τη Γερμανική Ένωση Μηχανικών (VDI), η παράνομη υλοτομία αντιπροσωπεύει το 30% των δραστηριοτήτων στον παγκόσμιο δασικό τομέα. Αυτό το ποσοστό μπορεί να φτάσει σχεδόν το 90% σε χώρες που παράγουν τροπική ξυλεία – όπως εκείνες στον Αμαζόνιο. Τα κέρδη από την παράνομη υλοτομία έχουν αυξηθεί σημαντικά, καθώς το καλοφτιαγμένο τροπικό σκληρό ξύλο, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή γιοτ για παράδειγμα, είναι όλο και πιο σπάνιο και η ζήτηση είναι υψηλή.
Αναλυτικά, τα πλέον τεκμηριωμένα περιβαλλοντικά εγκλήματα είναι:
- Η παράνομη εκπομπή ή απόρριψη ουσιών στον αέρα, το νερό ή το έδαφος
- Το παράνομο εμπόριο ειδών άγριας ζωής
- Το παράνομο εμπόριο ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος
- Η παράνομη μεταφορά ή απόρριψη αποβλήτων
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όλες οι χώρες της ΕΕ πρέπει να εφαρμόζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις για περιβαλλοντικά εγκλήματα, εφόσον αυτά διαπράττονται με πρόθεση ή λόγω βαριάς αμέλειας. Η ηθική αυτουργία, η υποβοήθηση και η συνέργεια σε περιβαλλοντικό έγκλημα τιμωρούνται επίσης ως ποινικά αδικήματα.
Η Σύμβαση του Aarhus, η οποία καταρτίστηκε στο πλαίσιο της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, παρέχει στο κοινό τα εξής δικαιώματα σε σχέση με το περιβάλλον:
- Το δικαίωμα του καθενός στην παροχή περιβαλλοντικών πληροφοριών που βρίσκονται στην κατοχή των δημόσιων αρχών
- Το δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για το περιβάλλον
- Το δικαίωμα άσκησης προσφυγής για την προσβολή αποφάσεων δημόσιων φορέων που λαμβάνονται χωρίς να τηρούνται τα προαναφερθέντα δικαιώματα ή η περιβαλλοντική νομοθεσία γενικά.
Η Σύμβαση του Aarhus τέθηκε σε ισχύ το 2001 και έχει κυρωθεί έκτοτε από 47 συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων η ΕΕ και οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας.