Υποψήφιοι και παρατάξεις, ενόψει των επερχόμενων τοπικών εκλογών, πασχίζουν να πείσουν ότι διαθέτουν όραμα για τον τόπο.
Η λέξη «όραμα», τούτες τις προεκλογικές ημέρες, πρέπει να είναι απ’ τις πιο πολυχρησιμοποιημένες στο δημόσιο λόγο.
Συνήθως, βέβαια, το πολυθρύλητο «όραμα» είναι απολύτως κενό περιεχομένου.
Ακόμη συνηθέστερα, όσο συχνότερα επικαλείται κάποιος το… όραμά του για τον τόπο, τόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να μην έχει απολύτως κανένα εμπνευσμένο πλάνο ή σχέδιο για το μέλλον και την πορεία των πραγμάτων.
Οι καλές κι ανιδιοτελείς προθέσεις, η διάθεση και η θέληση για προσφορά, η γνώση των προβλημάτων, η διατύπωση πρακτικών και εφαρμόσιμων λύσεων και η ικανότητα στη διαχείριση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού είναι από μόνες τους δυσεύρετες αρετές.
Παρόλα αυτά, ακόμη και τα παραπάνω χαρίσματα διαφέρουν από το όραμα.
Ενδεχομένως να είναι ικανές και αναγκαίες συνθήκες για να υπηρετηθεί και να υλοποιηθεί ένα όραμα, αλλά από μόνα τους δεν αποτελούν όραμα.
Το όραμα γεννιέται απ’ την έμπνευση, τη διορατικότητα, την ενόραση.
Προϋποθέτει βαθιά ιστορική γνώση, πολιτική αντίληψη, κοινωνική οξυδέρκεια, συνθετική ικανότητα αλλά και διάθεση για επώδυνες συγκρούσεις.
Απαιτεί επίγνωση της ιστορικής συγκυρίας και δεξιότητα να αναγνώσει κανείς όλο το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο.
Το όραμα δεν είναι συνταγή μαγειρικής, που μπορεί να την εκτελέσει ο καθένας μετά από σκληρή εξάσκηση.
Το όραμα είναι χάρισμα. Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι οι πολιτικοί κάθε γενιάς που το διαθέτουν κι ακόμη λιγότεροι αυτοί που κατορθώνουν να τροχοδρομήσουν έστω ένα μέρος του.
Κι αυτοί, συνήθως δεν το διατυμπανίζουν με λόγια αλλά με τις πράξεις και τα έργα τους.
Γι’ αυτό, όταν ακούμε για προεκλογικά οράματα, ας κρατάμε μικρό καλάθι.