Η συζήτηση της πρότασης μομφής που κατέθεσε ο Νίκος Ανδρουλάκης ολοκληρώθηκε περίπου όπως αναμενόταν: με την κυβέρνηση να παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης από τους δικούς της βουλευτές, συν έναν ακόμη, ανεξάρτητο πρώην “Σπαρτιάτη”.
Παρότι όμως δεν προέκυψαν εκπλήξεις ή διαρροές για την Νέα Δημοκρατία, προέκυψαν πληγές: η απομάκρυνση των κ.κ. Παπασταύρου και Μπρατάκου από το κυβερνητικό σχήμα αποτελεί ισχυρό πλήγμα για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς αμφότεροι ήταν προσωπικές επιλογές και εκ των στενότερων συνεργατών του. Ήταν επίσης, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ικανότατα στελέχη από εκείνα που η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να χάνει.
Το βασικό ερώτημα βέβαια που προκύπτει μετά από όλα αυτά είναι, τι επιλήψιμο ακριβώς έκαναν ο κ. Μπρατάκος και ο κ. Παπασταύρου, ώστε να αποπεμφθούν με συνοπτικές διαδικασίες;
Και μετά έρχονται και όλα τα συνοδά ερωτήματα: γνώριζε ο κ. Μητσοτάκης για την συνάντηση, ασχέτως αν δεν είχε συναινέσει; Ήταν κοινωνική μάζωξη ή πολιτική; Ήταν μια πρωτοβουλία των δυο για να γεφυρωθεί το χάσμα Μητσοτάκη – Μαρινάκη; Υπήρχε στην συνάντηση αυτή χροιά διαπλοκής;
Ουδείς έχει απαντήσει ξεκάθαρα για τα παραπάνω, ουδείς δείχνει και την διάθεση να απαντήσει.
Από την άλλη, ο Πρωθυπουργός ήθελε με την άμεση καρατόμησή τους και με την τοποθέτησή του για τα επιχειρηματικά συμφέροντα να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τον Βαγγέλη Μαρινάκη αλλά και προς την κοινωνία: σε αυτό το ιδιότυπο μπραντ ντε φερ που έχει ξεκινήσει με τον επιχειρηματία, δεν θα διστάσει να “θυσιάσει” ακόμα και ανθρώπους από το -πιο – στενό του περιβάλλον, εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι το σωστό. Κοινώς, δεν “μασάει”.
Κατά πόσον έλαβαν το μήνυμα οι αποδέκτες, μένει να αποδειχθεί. Εκείνο αντιθέτως που ήδη φαίνεται είναι ότι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δείξει την ίδια αποφασιστικότητα και αμεσότητα στην περίπτωση του Κώστα Καραμανλή και δεν τον είχε κατεβάσει ως υποψήφιο βουλευτή, σήμερα θα είχε το ηθικό πλεονέκτημα στη συζήτηση για τα Τέμπη. Δεν την έδειξε. Αντιθέτως υποτίμησε το θέμα, πίστεψε ότι κρίθηκε οριστικά στις εκλογές του 2023 και τώρα βρίσκεται μπροστά στην μεγαλύτερη κρίση της διακυβέρνησής του, η οποία μπορεί ακόμα και να αποδειχθεί το απόλυτο turning point ολόκληρης της θητείας του. Η παγιωμένη αντίληψη στην κοινωνία περί συγκάλυψης δεν αλλάξε το προηγούμενο τριήμερο στην Βουλή και δύσκολα θα αλλάξει από εδώ κι εμπρός.
Οι τραγικοί χειρισμοί στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής συνιστούν – εκτός από προσβολή στην μνήμη των νεκρών – ένα κολοσσιαίο λάθος της κυβέρνησης, η παρουσία του κ. Καραμανλή (άσχετα από το περιεχόμενο των λεγομένων του) τόσο στο κοινοβούλιο, όσο και στον ΣΚΑΙ, καλώς ή κακώς απλώς μεγαλώνει την οργή όσων τον βλέπουν και τα πρόσφατα δημοσιεύματα περί μονταρισμένων συνομιλιών, ήρθαν ως επιστέγασμα της πεποίθησης της κοινής γνώμης για κατευθυνόμενο κουκούλωμα. Μπορεί μέσα σε όλα όσα ακούγονται, να έχουν βρει χαραμάδα για να τρυπώσουν οι θεωρίες συνομωσίας και ο λαϊκισμός, μα κι αυτό στην ολιγωρία της κυβέρνησης οφείλεται περισσότερο και στην πρεμούρα της να διαχειριστεί την τραγωδία αποκλειστικά επικοινωνιακά.
Θα είναι βέβαια λάθος και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης να πιστέψουν ότι πέτυχαν κάτι ιδιαίτερο. Τα Τέμπη συντηρήθηκαν στην επικαιρότητα και έγιναν κυρίαρχο ζήτημα στην κοινωνική ατζέντα, αποκλειστικά χάρη στους συγγενείς των θυμάτων.
Έστω κι έτσι, ο Νίκος Ανδρουλάκης ανήκει στους “κερδισμένους” των τελευταίων ημερών, αφού η πρωτοβουλία για την πρόταση μομφής, οι αποκαλύψεις για Παπασταύρου – Μπρατάκο και η καλή ομιλία του, του έδωσαν εκ νέου τον κυρίαρχο ρόλο στην κεντροαριστερά.
Εν αντιθέσει με άλλους που βρήκαν ευκαιρία για προσωπικό σόου, όπως ο φαντάρος Στέφανος Κασσελάκης με τις ασυναρτησίες του και η μαυροφορεμένη και πάντα έτοιμη για καυγά Ζωή Κωνσταντοπούλου, οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν ότι και η δική τους στάση είναι επί της ουσίας προσβλητική για τα θύματα και τους συγγενείς τους και εις βάρος της προσπάθειας να λάμψει η αλήθεια.