Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Η πολιτική διαδρομή του Κώστα Σημίτη είχε ευθύς – εξαρχής στον πυρήνα της μια βαθιά αντίφαση: ρεαλιστής, μετρημένος και μετριοπαθής ο ίδιος, με έμφυτη διακριτικότητα και βαθιά απέχθεια στον λαϊκισμό, πορεύτηκε και εντέλει αναδείχθηκε σε έναν εκ των ηγετών του κόμματος που συνδέθηκε όσο κανένα άλλο στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας με τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά. Το ΠΑΣΟΚ ήταν στις καλύτερες (ή στις χειρότερες, εξαρτάται πώς το βλέπει κανείς) στιγμές του θυελλώδες και αμετροεπές, θορυβώδες και πληθωριστικό, εξωστρεφές και λαϊκό, συχνά λαϊκίστικο. Όπως ακριβώς και ο ιδρυτής του.
Το πώς ο Κώστας Σημίτης, όχι απλώς επιβίωσε μέσα σε αυτό κόμμα μα διακρίθηκε και εντέλει έγινε και πρόεδρός του, αποτελεί ένα σπάνιο πολιτικό παράδειγμα της αποτελεσματικότητας του σωστού σχεδιασμού. Στην Ελλάδα το χάρισμα σχεδόν πάντα υπερτερεί του σχεδίου και της οργάνωσης. Στην περίπτωση Σημίτη η δουλειά και η μεθοδικότητα με την οποία έχτισε την καριέρα του, υπερίσχυσαν της λαϊκότητας και της γοητείας των εσωκομματικών του αντιπάλων. Συμβαίνει. Όχι συχνά στα μέρη μας, πάντως συμβαίνει.
Το πρόβλημα είναι ότι η συγκεκριμένη αντίφαση ακολούθησε τον Σημίτη και στο διάστημα που ήταν πρωθυπουργός. Ο ίδιος παρέμεινε χαμηλών τόνων, στοχοπροσηλωμένος και ενίοτε κυνικός. Την ίδια ώρα η χώρα που κυβερνούσε και το κόμμα στο οποίο ήταν πρόεδρος, ζούσαν σε ένα διαρκές hangover με δανεικά ποτά.
Αντιλαμβάνομαι ότι δεν υπάρχει τέλειος ηγέτης, χωρίς λάθη και συμβιβασμούς. Ο Σημίτης εκ των υστέρων τα παραδέχθηκε και τα δυο: και τα λάθη και τους συμβιβασμούς. Τα έκανε, διότι κατά τη γνώμη του, η πορεία της Ελλάδος προς την νομισματική ένωση ήταν πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο. Αν για να επιτευχθεί έπρεπε να κοιτάζει αλλού την ώρα που τα σκάνδαλα χόρευαν ζεϊμπέκικο, τότε θα κοίταζε αλλού. Το αποτέλεσμα το ζήσαμε και το ζούμε όλοι, έστω κι αν η μικρή χρονική απόσταση από τα γεγονότα δεν μας επιτρέπει να το αποτιμήσουμε ψύχραιμα – ο καυγάς για τον εκλιπόντα ετούτες τις ημέρες στα social έφτασε στα επίπεδα της έντασης του αμέσως προηγούμενου καυγά για τον Καζαντζίδη.
Η Ελλάδα μπήκε στην ΟΝΕ, αλλά μπήκε απροετοίμαστη και με βαθιές παθογένειες σε όλα τα επίπεδα, τις οποίες (χάρη και στις κυβερνήσεις που ακολουθήσαν βέβαια) πλήρωσε με μια υπερδεκαετή κρίση.
Ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να μπει ότι δεν έπρεπε να μπούμε στο ευρώ. Έπρεπε. Απλώς προσωπικά διατηρώ μέχρι σήμερα την επιφύλαξη αν η είσοδος στην νομισματική ένωση, όχι ως γεγονός μα με τον τρόπο που συνέβη, προσμετράται στα θετικά του αποτυπώματος Σημίτη. Σε αυτά, τα θετικά δηλαδή, θα έβαζα οπωσδήποτε την είσοδο της Κύπρου στην Ε.Ε., την σταθερή ευρωπαϊκή του ματιά, τα μεγάλα έργα που έγιναν επί των ημερών του και την υποδειγματική δημόσια παρουσία του – έτσι κάπως οφείλουν να λειτουργούν όσοι κατέχουν αξιώματα.
Δεν συζητώ για τα εθνικά θέματα, διότι η υπερπατριωτική, πολεμοχαρής ρητορική των επικριτών του κάπως θολώνει την κουβέντα και δεν αφήνει περιθώρια για ρεαλιστική προσέγγιση.
Θα σταθώ όμως λίγο παραπάνω στην επιτομή της αντίφασης που ανέφερα από την αρχή. Η Ελλάδα επί των ημερών Σημίτη έζησε μια βίαιη αναδιανομή εισοδήματος από κάτω προς τα πάνω, όταν η φούσκα του χρηματιστηρίου έσκασε στα μούτρα του λαού. Οι αιτιάσεις για τους “άσχετους που τζόγαραν τα λεφτά τους, χωρίς να έχουν ιδέα από μετοχές και δεν τους έφταιξε κανείς, ας πρόσεχαν”, είναι χαιρέκακες και μικρόψυχες. Ασφαλώς και -τους – έφταιξε η κυβέρνηση που παρακολουθούσε σιωπηλά και κρυπτόμενη πίσω από την θεσμική της αναρμοδιότητα τους “μεγαλοκαρχαρίες” να κατασπαράζουν τα “ανυποψίαστα ψάρια”. Η πολιτική ευθύνη για το γεγονός ότι νοικοκυριά και μικροεπιχειρήσεις προσβλήθηκαν και τελικά κατέρρευσαν από τον πυρετό του εύκολου χρήματος που τελικά ήταν όντως εύκολο μονάχα για λίγους και επιτήδειους, είναι δεδομένη και ξεκάθαρη.
Με κορωνίδα το χρηματιστήριο, η Ελλάδα βυθίστηκε για κάμποσα χρόνια σε ένα ξέφρενο πάρτι διαφθοράς που διαπέρασε κόμματα, τάξεις, ιδεολογίες, διέλυσε την κοινωνική της συνοχή και τις ηθικές της αντιστάσεις.
Και να η αντίφαση και πάλι: Σε πολλά από αυτά τα μοιραία χρόνια, πρωθυπουργός της χώρας ήταν ένας σοβαρός άνθρωπος που πραγματικά απεχθανόταν τα πάρτι.