Το ύψος του αυξημένου κόστους για το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι αποτυπώνεται στην ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου κι Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου κι Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ).
Πιο συγκεκριμένα, από τις τιμοληψίες προκύπτει πως το κόστος για το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι, 6 έως 8 ατόμων, κυμαίνεται από 92,55 έως 127,07 ευρώ. Πρόκειται για μεταβολή της τάξης του 11,6% έως 12,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τραπέζι του 2021.
Το εύρος των τιμών, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, δικαιολογείται από την καταγραφή σειράς προϊόντων διαφορετικής ποιότητας σε αρκετές τοπικές αγορές και διαφορετικούς τύπους καταστημάτων, ενώ υπογραμμίζεται ότι για λόγους συγκρισιμότητας των δεδομένων με τις προηγούμενες ετήσιες έρευνες του ΙΝΕΜΥ, για την εκτίμηση του κόστους του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού δεν έχουν συμπεριληφθεί κάποια προϊόντα που εντάσσονται στο «εορταστικό καλάθι».
Σύμφωνα με την έρευνα, πολύ μεγάλη αύξηση φέτος καταγράφεται:
-στις πατάτες +28,6%,
-στο χοιρινό +25,5%,
-στη φέτα +22%.
Στον αντίποδα, μικρή μείωση καταγράφεται:
-στα μήλα -5,9%,
-στις ντομάτες -5,3%.
«Γενικά είδαμε ότι κινούμαστε περίπου στο ύψος του πληθωρισμού» σημείωσε στην εκπομπή ΣΚΑΪ Τώρα και τη Φαίη Σφακιωτάκη, ο Αντιπρόεδρος της ΕΣΕΕ, Θοδωρής Καπράλος και σχολίασε την παρούσα καταναλωτική συμπεριφορά. «Βλέπουμε μια στοχευμένη κάλυψη αναγκών από τους καταναλωτές. Στη μέση ελληνική οικογένεια, η κάλυψη των βασικών αναγκών διατροφής και καθημερινής υγιεινής, αποτελεί το βασικότερο έξοδο. Άρα το πόσο τελικά απορροφά από το σύνολο του οικογενειακού προϋπολογισμού, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για το τι μένει στο διαθέσιμο εισόδημα για να καταναλωθεί σε άλλα κομμάτια της αγοράς. Ούτως ή άλλως βιώνουμε μια περίοδο αυξημένου πληθωρισμού, που είχαμε να δούμε αρκετές δεκαετίες στη χώρα. Άλλωστε, αποτελεί πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Συνεπώς, η φετινή μας έρευνα καταγράφει ακριβώς αυτό. Ίσως είναι από τις μεγαλύτερες αυξήσεις που καταγράφονται στην αντίστοιχη έρευνα, τα τελευταία έτη».
Σύμφωνα με τον κ. Καπράλο, μετά την πανδημία, η ιεράρχηση των αναγκών από τους πολίτες είναι τελείως διαφορετική κι η δυνατότητα κατανάλωσης, πολύ μικρότερη. «Τα δεδομένα στο εμπόριο έχουν πραγματικά αλλάξει. Βλέπουμε ότι η κατανάλωση γίνεται σε πολύ συγκεκριμένες περιόδους και με πολύ συγκρατημένο τρόπο. Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι σχεδόν το 70% των καταναλωτών ψωνίζει, εφόσον υπάρχει πολύ μεγάλη έκπτωση. Αυτό κυνηγά ο μέσος καταναλωτής, πράγμα που πιστοποιεί πόσο πιεσμένος είναι. Η κίνηση που βλέπουμε στους εμπορικούς δρόμους, που στις περισσότερες πόλεις είναι αυξημένη, αποτυπώνει την ανάγκη να βιώσουμε την κανονικότητα που στερηθήκαμε τα προηγούμενα δύο χρόνια. Ωστόσο, αυτή η κοινωνικότητα δεν έχει να κάνει τόσο πολύ με την εμπορική κατανάλωση. Βλέπουμε ότι στα καταστήματα η επισκεψιμότητα υπάρχει, αλλά σε πολύ χαλαρότερους ρυθμούς σε σχέση με αυτό που βλέπουμε στο δρόμο. Πόσες τσάντες κυκλοφορούν σε σχέση με τον κόσμο;» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αντιπρόεδρος της ΕΣΕΕ.
Κάνοντας απολογισμό της χρονιάς, ο κ. Καπράλος σημείωσε πως θετικό πρόσημο μπαίνει στην καλοκαιρινή σαιζόν. «Ωστόσο το τελευταίο τρίμηνο βλέπουμε ότι υπάρχουν αρκετές δυσκολίες, γιατί μιλάμε πια μόνο για την εσωτερική κατανάλωση, η οποία για όλους τους λόγους που ξέρουμε, είναι πιεσμένη. Άρα πιεσμένοι ήταν κι οι τζίροι του εμπορίου. Ευελπιστώ ότι την επόμενη χρονιά, πρώτα απ’όλα επειδή ο πληθωρισμός θα αρχίσει να πέφτει, θα έχουμε μια πορεία αποκλιμάκωσης».