Στην Κίνα ο κινητός μέσος όρος των κρουσμάτων των εφτά ημερών τις τελευταίες 10 ημέρες υπερδιπλασιάστηκε. Tα αυστηρά «απαγορευτικά» δεν μπορούν να αποτρέψουν την αύξηση των κρουσμάτων. Στην επαρχία Jilin της Κίνας παρά το σκληρό απαγορευτικό, τα κρούσματα δεν μπόρεσαν να μειωθούν. Έπρεπε τα αυστηρά μέτρα του απαγορευτικού να αυξηθούν, να γίνουν δρακόντεια για να σταματήσει η αύξηση των κρουσμάτων χωρίς όμως να είναι εμφανής και η μείωση τους.
Στο Χόνγκ Κόνγκ το οποίο βρίσκεται υπό κινεζική κυριαρχία, και όπου προηγήθηκε η Όμικρον, τα κρούσματα έφτασαν στην κορυφή στα 10.000 ανά εκατομμύριο κατοίκους. Εάν στην Σαγκάη ακολουθήσουν την ίδια εξέλιξη, αναλογικά τα ημερησία κρούσματα μπορεί να φτάσουν στις 250.000 την ημέρα. Προκειμένου να αποφευχθεί ένας τόσο υψηλός αριθμός κρουσμάτων τα «απαγορευτικά» θα γίνονται ολοένα και πιο δρακόντεια.
Χωρίς δρακόντεια «απαγορευτικά» κινδυνεύει άμεσα το 48% των ηλικιωμένων άνω των 80 ετών που παραμένει ανεμβολίαστο και αριθμεί περίπου 15.000.000 άτομα. Οι πολίτες δεν έχουν φυσική ανοσία από νοσήσεις των προηγούμενων μεταλλάξεων οπότε ο πληθυσμός είναι πολύ ευάλωτος. Τα δρακόντεια «απαγορευτικά» αποδεικνύουν ότι το εμβόλιο δεν είχε την αποτελεσματικότητα των δυτικών εμβολίων, καθόσον δεν έχει «κτιστεί» άμυνα όπως στις Δυτικές χώρες με την 2η και την 3η ή 4η αναμνηστική δόση και την φυσική νόσηση. Επί πλέον εάν δεν υπάρχουν κατάλληλα αντι-ιικά φάρμακα, ίσως, τα δρακόντεια απαγορευτικά να είναι μονόδρομος.
Με βάση τα στοιχεία θανάτων του Χόνγκ Κονγκ κατά την διάρκεια του κύματος της Όμικρον οι θάνατοι αυξήθηκαν 43 φορές (από 213 σε 9.160). Στην Ταιβάν όπου ο πληθυσμός άνω των 75 ετών είναι κατά 22% εντελώς ανεμβολίαστος τα κρούσματα από την 1η Μαρτίου αυξήθηκαν κατά 17 φορές και οι θάνατοι από την αρχή της Όμικρον αυξήθηκαν κατά 65 φορές. Για την Κίνα όμως δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το εάν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με τους θανάτους.
Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, όταν το στέλεχος Όμικρον μεταδίδεται σε μη εμβολιασμένους πληθυσμούς δίνει τόση θνητότητα όσο έδιναν οι προηγούμενες μεταλλάξεις. Οπότε οι χώρες που είχαν πολύ χαμηλή έκθεση στις προηγούμενες μεταλλάξεις του κορωνοϊού εξαιτίας των απαγορευτικών όπως η Κίνα, το Χόνγκ Κόνγκ, η Νότιος Κορέα, η Ταιβάν κλπ., αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε πιο μεγαλύτερη έκθεση στον ιό λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας της Όμικρον.
Η επιμονή των «απαγορευτικών» ως καλύτερη στρατηγική για τη διαχείριση της πανδημίας, όταν αυτή έχει εγκαταλειφθεί από όλες τις χώρες, δημιουργεί προβληματισμούς. Επίσης προβληματίζει και η εξέλιξη του κύκλου ζωής του κορωνοϊού. Η τυχόν εξασθένιση του ιού θα έπρεπε να καταγραφότανε σε δυο παράγοντες: στην εξασθένιση της μεταδοτικότητας και στην εξασθένιση της θνητότητας. Δυστυχώς οι τελευταίες μεταλλάξεις και υπό-μεταλλάξεις αυξάνουν υπερβολικά την μεταδοτικότητα αντί αυτή να μειωνόταν. Δύο ακόμα υποκατηγορίες του στελέχους Όμικρον, η BA.2.12 και η BA.2.12.1, έχουν μεγαλύτερη μεταδοτικότητα κατά 23% – 27% περισσότερη από την αρχική υποκατηγορία της Όμικρον BA.2, η οποία είχε πάνω από 50% μεγαλύτερη μεταδοτικότητα από την απλή Όμικρον, η οποία είχε 4-5 φορές μεγαλύτερη μεταδοτικότητα από την Δέλτα.
Η τυχόν αύξηση του άλλου παράγοντα, δηλαδή της θνητότητας, παράλληλα με την πολύ υψηλή μεταδοτικότητα θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πολύ καταστροφική νέα μετάλλαξη. Με τα μέχρι τώρα δεδομένα οι νέες μεταλλάξεις αναπτύσσονται κυρίως σε πληθυσμούς που είναι σε μεγάλο βαθμό απροστάτευτοι ένεκα του χαμηλού ποσοστού εμβολιασμένων.
Τα αυστηρά απαγορευτικά της Σαγκάης και των άλλων επαρχιών, δημιουργούν τεράστια προβλήματα σε εκατομμύρια κατοίκους, όπως έλλειψη τροφίμων, αδυναμία πρόσβασης στο ιατρικό σύστημα, διαχωρισμό των οικογενειών που πρέπει να μπουν σε καραντίνα κλπ., και το κυριότερο διαταράσσει και πάλι την εφοδιαστική αλυσίδα, πράγμα το οποίο θα έχει περαιτέρω οικονομικές επιπτώσεις.
Οι επιπτώσεις των «απαγορευτικών» της Κίνας δημιουργούν και μια θετική νότα στην ανεξέλεγκτη αύξηση των τιμών της ενέργειας. Επειδή πολλά εργοστάσια στην Κίνα δεν λειτουργούν, έχει μειωθεί η ζήτηση για ενέργεια. Επίσης λόγω του περιορισμού των δραστηριοτήτων και της καραντίνας, η ζήτηση ενέργειας από τα νοικοκυριά μειώνεται. Η μειωμένη ζήτηση ενέργειας έχει ως αποτέλεσμα να αποτρέπεται η περαιτέρω αύξηση των διεθνών τιμών της ενέργειας.