Τα όσα ακολούθησαν την πρόσφατη χιονοκαταιγίδα στην Αττική είναι λίγο πολύ γνωστά. Κατόπιν πρωθυπουργικής «παραίνεσης» – σύγκρουσης κατά τον ίδιο, όπως ανέφερε στη βουλή κατά την πρόσφατη συζήτηση της πρότασης μομφής που κατέθεσε η αξιωματική αντιπολίτευση – η εταιρία που διαχειρίζεται την Αττική Οδό ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταβάλει αποζημίωση 2.000€ ανά όχημα που εγκλωβίστηκε. Να δούμε λίγο τα δεδομένα.
Δεδομένο πρώτο. Δεν είναι η πρώτη φορά που είτε από κρατική αβελτηρία είτε από ιδιωτικές πράξεις και παραλείψεις ο απλός πολίτης – καταναλωτής ζημιώνεται. Ιδίως όταν αντιμετωπίζουμε έκτακτα και έντονα καιρικά φαινόμενα, συνήθως η κρατική μηχανή, δυστυχώς, παραλύει και οι ζημίες είναι σημαντικές. Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που η πολιτεία αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να αποζημιωθούν οι πολίτες δίχως να πρέπει να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για το αυτονόητο. Και ως τέτοια κίνηση θα πρέπει να επικροτηθεί.
Δεδομένο δεύτερο. Προφανώς, η κυβερνητική πρωτοβουλία είναι επιλεκτική. Γιατί δεν έγινε το ίδιο και για όσους εγκλωβίστηκαν πέρυσι στο εθνικό δίκτυο (αυτοκινητόδρομοι που επίσης έχουν παραχωρηθεί σε ιδιώτες) ή σε άλλες περιοχές της χώρας; Επίσης, έχει πρόδηλα επικοινωνιακά χαρακτηριστικά. Στόχευσε να μεταθέσει το δημόσιο διάλογο αλλού. Να αποφύγει την έντονη πίεση του μισού πληθυσμού της χώρας που κατοικεί στο λεκανοπέδιο. Και τούτο το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό, ιδίως από τη στιγμή που η αξιωματική αντιπολίτευση έσπευσε να καταθέσει μια άκαιρη πρόταση μομφής αντί να αφήσει την κοινωνία των πολιτών να επιζητεί την απόδοση ευθυνών.
Δεδομένο τρίτο. Έγινε μια καλή αρχή για να ξεκινήσει το κράτος ή οι μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες να αποζημιώνουν εξωδικαστικά και άμεσα τους πολίτες. Το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι πάντοτε εφικτό, αρκεί να λαμβάνουμε υπόψη ότι μπορεί να ζητήσει κάποιος «απεριόριστο ποσό» – όσο «ο ίδιος αποτιμά τη ζημία που υπέστη», όπως δήλωσε στα media γνωστός δικηγόρος – αλλά ουδόλως το αίτημα ταυτίζεται με το τελικώς επιδικασθέν ποσό. Μάλιστα, σε μια χώρα που η κουλτούρα αποζημίωσης της μη υλικής ζημίας είναι σχεδόν ανύπαρκτη, τα δικαστήρια είναι εξαιρετικά φειδωλά στην επιδίκαση αποζημιώσεων. Επιπροσθέτως, το κόστος μιας δίκης είναι ανάλογο του αιτηθέντος ποσού, καθόσον βάσει αυτού υπολογίζονται τόσο τα έξοδα της δίκης όσο και ο «φόρος» (δικαστικό ένσημο) που καλείται να καταβάλει ο πολίτης για να «ακουστεί» από τα δικαστήρια. Για να έχουμε μια εικόνα τι μπορεί να προσδοκά ο μέσος πολίτης που εγκλωβίστηκε στην Αθήνα (στην Αττική Οδό ή άλλου) αρκεί να αναφέρουμε ότι σε αντίστοιχη υπόθεση στο παρελθόν επιδικάστηκαν 600€ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ πρόσφατα το Ειρηνοδικείο της Αθήνας (απόφαση 1138/2021) επιδίκασε μόλις 250€ σε βάρος της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ για αιφνίδια και άνευ έγκαιρης γνωστοποίησης διακοπή ηλεκτροδότησης οικίας ασθενούς. Σημαντικότερες ήταν οι αποζημιώσεις σε περίπτωση θανάτου (λχ στην περίπτωση πνιγμού από της έντονες βροχοπτώσεις στη Μάνδρα Αττικής επιδικάστηκε αποζημίωση 120.000€ υπέρ των συγγενών θανόντος σε βάρος της Περιφέρειας Αττικής (απόφαση 6816/2021 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών) και 50.000€ σε βάρος του Δήμου Σερρών για θάνατο που προκλήθηκε από πτώση δένδρου εντός της σφαίρας ευθύνης του (απόφαση 204/2021 Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).
Εν κατακλείδι. Το ζητούμενο είναι να αποκτήσουμε, επιτέλους, ένα κράτος που μπορεί να αντιμετωπίζει τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα. Ωστόσο, επειδή αυτά δεν πρόκειται να εκλείψουν – μάλλον θα ενταθούν στο μέλλον – ακόμη πιο σημαντικό είναι να αποκτήσει το ίδιο το κράτος και οι μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες μια κουλτούρα αποκατάστασης της ζημίας που προκαλούν είτε είναι υλική είτε άυλη (ηθική βλάβη – ψυχική οδύνη) δίχως να απαιτείται ο πολίτης να προσφεύγει πάντοτε στη δικαιοσύνη.
Τέλος, οι Έλληνες δικαστές πρέπει, επιτέλους, να πάψουν να είναι φειδωλοί στην επιδίκαση αποζημιώσεων ακολουθώντας όσα τα σύγχρονα πολιτισμένα κράτη έχουν προ πολλού κατακτήσει. Το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να καθορίζεται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, έτσι ώστε ο παθών να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Κριτήρια δε για τον προσδιορισμό του “εύλογου” ποσού είναι εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού του νόμου και κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Άρειος Πάγος σχετικά πρόσφατα έκρινε (απόφαση 287/2018) ότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου.