Από την 1η Φεβρουαρίου 2020 το Ηνωμένο Βασίλειο έπαυσε να είναι κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίσημη αυτή αποχώρηση συνοδεύτηκε από πανηγυρισμούς εκ μέρους των υποστηρικτών του Brexit, όμως σύμφωνα με τις εικόνες και τις πληροφορίες που έχουν δημοσιευθεί, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της χώρας αισθάνεται προβληματισμό και αβεβαιότητα για το μέλλον.
Οι συνέπειες της συμφωνίας θα φανούν αργότερα, καθόσον οι όροι για τη νέα σχέση μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε. θα διαμορφωθούν στο μέλλον με νέες διαπραγματεύσεις που θα διαρκέσουν αρκετούς μήνες. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός αυτό θεωρείται σημαντικό για την Ευρώπη, σε μία περίοδο που η ανάπτυξη των περισσοτέρων μελών – κρατών βρίσκεται σε ύφεση και το όραμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παραμένει μετέωρο. Η διεύρυνση της Ε.Ε. στα Δυτικά Βαλκάνια παραμένει απραγματοποίητη, το προσφυγικό – μεταναστευτικό σε έξαρση και οι προκλήσεις – εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο εντείνονται επικίνδυνα.
Εάν σε όλα τα παραπάνω ζητήματα η Ευρώπη παραμένει απαθής χωρίς ουσιαστική αντίδραση, είναι βέβαιο ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα κινδυνεύσει σοβαρά.
Είναι πολλά τα ερωτήματα και οι απορίες που προκύπτουν γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, αλλά κυρίως εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι να δούμε ποιοι στην ουσία ωφελούνται από μία ενδεχόμενη κατάρρευση της Ε.Ε. και ποιοι βλάπτονται από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ισχυροποίησή της.
Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι ειδικός οικονομικός ή γεωστρατηγικός αναλυτής για να καταλάβει, αρκεί να σκεφθεί και να μελετήσει με την απλή λογική τα παρακάτω:
Η Ενωμένη Ευρώπη αδιαμφισβήτητα υπήρξε και διατηρείται παρά την οικονομική κρίση μία σημαντική παγκόσμια πολιτική και οικονομική δύναμη. Ο χρόνος κυλούσε αργά και σταθερά υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ευρωπαίοι εταίροι είχαν γίνει είκοσι οκτώ και πολλοί λαοί ακόμη και η Τουρκία εκδήλωναν την επιθυμία να ενταχθούν σε αυτήν.
Στο πέρασμα του χρόνου η Ευρώπη αναδείχθηκε ένας ελκυστικός οικονομικός προορισμός και το ευρώ έγινε ισχυρότερο από το δολάριο, κυριαρχώντας στις παγκόσμιες αγορές. Το γεγονός αυτό ήταν φυσικό να ανησυχήσει τις δύο παγκόσμιες σύγχρονες υπερδυνάμεις, την Αμερική και τη Ρωσία. Υπάρχουν και άλλες οικονομικές δυνάμεις που ανησύχησαν αλλά παίζουν δεύτερο ρόλο, αφού οι περισσότερες από αυτές είναι «δορυφόροι» των δύο μεγάλων παγκόσμιων πρωταγωνιστών. Το πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ είναι ότι ελέγχει πολιτικά και στρατιωτικά πολλά κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ αυτών βέβαια και την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Βρετανία, της οποίας την έξοδο ενθάρρυναν διακριτικά οι ΗΠΑ, χωρίς να είναι σίγουρο εάν τελικά αυτή η αποχώρηση θα αποδυναμώσει ή θα ενισχύσει το ευρωπαϊκό στρατόπεδο.
Με την οικονομική κρίση του 2008 πυροδοτήθηκε ένας περίεργος οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος κυοφορούνταν από το παρελθόν αλλά πήρε διαστάσεις κυρίως στον πόλεμο για τη νομισματική κυριαρχία.
Φαινομενικά, ακόμη και σήμερα, οι σχέσεις Ε.Ε. – ΗΠΑ ήταν πάντα καλές και συμμαχικές αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχουν πολλά επεισόδια οικονομικών «εχθροπραξιών» που μαρτυρούν την ένταση ενός οικονομικού πολέμου, που στο παρελθόν θεωρείτο αδιανόητος.
Υπάρχουν πολλά στοιχεία, τα οποία δεν είχαν πάρει δημοσιότητα, για τα μαύρα σύννεφα στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές σχέσεις που είχαν φέρει οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις στη Διατλαντική συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων (Τ.Τ.Ι.Ρ.).
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ και η Ευρώπη κονταροχτυπιούνται για τα συμφέροντα των πολυεθνικών κολοσσών τους, όμως ο κίνδυνος εξάντλησης των παγκόσμιων ενεργειακών αποθεμάτων και οι οικονομικός ανταγωνισμός καθιστά το πρόβλημα εντονότερο σήμερα.
Συνεπώς ο οικονομικός πόλεμος συμφερόντων για κυριαρχία αναμένεται να κλιμακωθεί από την πλευρά των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μετά από τα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί ότι μέσα σε αυτόν τον εξελισσόμενο οικονομικό πόλεμο, οι χρεοκοπίες μελών – κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αποχωρήσεις των γνωστών κρατών «δορυφόρων» των ΗΠΑ ήταν μεθοδευμένες.
Συνεπώς ο σοβαρότερος κίνδυνος για την ειρήνη στην σύγχρονη εποχή είναι ο οικονομικός πόλεμος ΗΠΑ – ΕΕ και ο ακήρυκτος πόλεμος Δύσης εναντίον Δύσης.