Δευτέρα, 3 Μαρτίου, 2025
11 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Το αποκριάτικο έθιμο του Καδή στη Σάμο

Πρέπει να διαβάσετε

Ίσως η πιο «πλούσια» περίοδος της χρονιάς από λαογραφικής πλευράς, οι Αποκριές συνιστούν σημαντικό κομμάτι της ελληνικής παράδοσης, άρρηκτα συνυφασμένο με την πολιτιστική κληρονομιά της κάθε περιοχής της Ελλάδας.

Σηματοδοτώντας τον ερχομό της Άνοιξης, την αναγέννηση της φύσης και τον εορτασμό της ζωής, οι Απόκριες αποτελούν μία κατ’ εξοχήν ηδονιστική περίοδο, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η διασκέδαση και οι μεταμφιέσεις, άσεμνες παραστάσεις και έθιμα με παγανιστικές επιρροές, αθυρόστομα τραγούδια με σκωπτική διάθεση, βωμολοχίες και πειράγματα.

Κατά τη διάρκεια του Τριωδίου, επικρατεί στην ελληνική επαρχία ένα κλίμα αφιλτράριστης έκφρασης και μία ευρύτερη ανοχή σε όσα ξεφεύγουν απ’ το κοινωνικά αποδεκτό, καθώς ο κόσμος βρίσκει ευκαιρία για ξεφάντωμα και «ξέδομα» εν όψει της αυστηρής και «εξαγνιστικής» -κατά τον Χριστιανισμό- περιόδου της νηστείας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της περιπαικτικής αυτής αποκριάτικης διάθεσης και ελευθεροστομίας αποτελεί το έθιμο του Καδή στην Σάμο, ένα σατιρικό δρώμενο με ρίζες στην εποχή της Τουρκοκρατίας.

Η αναπαράσταση του δρώμενου ξεκινά με την είσοδο του Καδή στο χωριό

Καθιέρωση του εθίμου του Καδή

Το έθιμο του Καδή σχετίζεται με την επίσημη εδραίωση του ομώνυμου Οθωμανού αξιωματούχου στη Σάμο το 1617. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο καδής ήταν ιεροδίκης και αποτελούσε βασικό διοικητικό όργανο στην Οθωμανική επαρχία, περιβόητος για την αυστηρότητα και τις αυθαιρεσίες που διέπραττε, οι οποίες τον καθιστούσαν μισητό στους κατοίκους του νησιού.

Ως λαϊκό δρώμενο, ο Καδής καθιερώθηκε στη Σάμο μετεπαναστατικά, κατά τη διάρκεια της Σαμιακής ηγεμονίας, όποτε το νησί αποτελούσε αυτόνομο κράτος υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών. Συγκεκριμένα, το έθιμο ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα σε χωριά της ανατολικής Σάμου, όπως οι Σπαθαραίοι, Παγώνδας, Μυτιληνιοί, ως μία σάτιρα απέναντι στην Οθωμανική εξουσία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι λαμβάνει χώρα εν μέσω της περιόδου των Αποκριών. Η σκωπτική διάθεση που κυριαρχεί κατά τη διάρκεια της εορταστικής αυτής περιόδου και η έλλειψη λογοκρισίας που τη χαρακτηρίζει, έδινε στους ντόπιους Σαμιώτες πάτημα και αφορμή να διακωμωδήσουν και να γελοιοποιήσουν τους Οθωμανούς κατακτητές και, μέσω του εξευτελισμού του Καδή, να υποτιμήσουν την εξουσία που αυτός προσωποποιούσε.

Ως λαϊκό δρώμενο, ο Καδής καθιερώθηκε στη Σάμο μετεπαναστατικά/Photo: Νικήτας Κυπαρίσσης
Εθιμοτυπικά, ο Καδής φορούσε μία προβιά από δέρμα ζώου/ Photo: Νικήτας Κυπαρίσσης

Αναπαράσταση του δρώμενου του Καδή

Εθιμοτυπικά, ο Καδής φορούσε μία προβιά από δέρμα ζώου -συνήθως πρόβατο ή κατσίκα-, την παραδοσιακή Σαμιώτικη βράκα, μπότες από δέρμα και ένα τουρμπάνι ή έναν σκούφο στο κεφάλι. Ωστόσο, η ενδυμασία του επιδεχόταν μικρό-προσαρμογές, αναλόγως με την όρεξη και την έμπνευση του προσώπου που τον αναπαριστούσε. Εξάλλου, «ο αυτοσχεδιασμός αποτελεί ειδοποιό στοιχείο του εθίμου», όπως λέει ο «Καδής» Νικήτας Κυπαρίσσης, από τις Μανωλάτες της Σάμου.

Σημερινές αναπαραστάσεις του Καδή συχνά ενσωματώνουν και σύγχρονα στοιχεία, τόσο ενδυματολογικά όσο και «σεναριακά», σχολιάζοντας την επικαιρότητα και σατιρίζοντας την τοπική εξουσία και τα κακώς κείμενα της καθημερινότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση ωστόσο, είναι η αναπαράσταση να μένει πιστή στο καυστικό και περιπαικτικό πνεύμα του εθίμου. «Το πρώτο και βασικότερο στοιχείο του Καδή είναι ο ανιμισμός, αυτό το διονυσιακό στοιχείο που λέμε, το οποίο περιέχει τη βωμολοχία, τα σεξουαλικά πειράγματα, φαλλικά σύμβολα κλπ. Αυτά τα οποία θεωρητικά δεν μπορείς να τα πεις όλη τη χρονιά, μπορείς να τα πεις δημόσια εκείνη τη μέρα», διευκρινίζει ο Νικήτας.

Η ενδυμασία του επιδεχόταν μικρό-προσαρμογές, αναλόγως με το πρόσωπο που τον αναπαριστούσε.

Η αναπαράσταση του δρώμενου ξεκινά με την είσοδο του Καδή στο χωριό, τον οποίο ακολουθούν και άλλοι αντιπρόσωποι της Οθωμανικής εξουσίας διορισμένοι από την Υψηλή Πύλη, οι λεγόμενοι «Ζαπιέδες», δηλαδή το επιτελείο του. Πρώτος ο κοτζάμπασης αναγγέλλει την άφιξη του Καδή, τον οποίο συνοδεύει ο πρόεδρος, ο δήμαρχος και λοιποί προύχοντες του χωριού, καθώς ο συγκεντρωμένος κόσμος τον υποδέχεται «μετά βαΐων και κλάδων». Εν συνεχεία ο Κοτζαμπάσης δίνει λεπτομερή αναφορά στον Καδή για παραπτώματα των συγχωριανών και ξεκινούν οι δίκες των παρευρισκόμενων, όπου και βγαίνουν τα «άπλυτα τους στη φόρα».

Τα γκιζντάνια του Καδή, δηλαδή οι χωροφύλακές του, ήταν υπεύθυνοι για την προσαγωγή των
κατηγορουμένων, η οποία συχνά ήταν βίαιη -αν κάποιος είχε «βρεγμένη τη φωλιά του» και δεν εμφανιζόταν στην πλατεία από φόβο να μη βγουν τα άπλυτά του στη φόρα, ο Καδής έστελνε τα γκιζντάνια να τον φέρουν σηκωτό από το σπίτι του στην πλατεία για να δικαστεί. «Αυτό είναι το δεύτερο βασικό στοιχείο του εθίμου: ο κοινωνικός έλεγχος» συμπληρώνει ο Νικήτας. «Ο Καδής γίνεται εκείνη τη μέρα η εξουσία στο χωριό, μιλάει ελεύθερα και δικάζει. Δε βγάζει δηλαδή μόνο σεξουαλικά σκάνδαλα και κουτσομπολιά στη φόρα, αλλά μπορεί να θίξει οποιονδήποτε, και κυρίως προύχοντες και πρόσωπα της εξουσίας -δημάρχους, γιατρούς, παπάδες, δασκάλους. Στη λαϊκή κοινωνία ο κόσμος φοβάται την κριτική. Το έθιμο όμως σε προστατεύει να καυτηριάσεις με χιούμορ και να σατιρίσεις και σημαντικότερα ζητήματα που αφορούν τη ντόπια κοινωνία».

Ένα σατιρικό δρώμενο με ρίζες στην εποχή της Τουρκοκρατίας.

Η εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου γίνεται από τον ίδιο τον Καδή, ο οποίος τιμωρεί είτε με μαστίγωμα και ξύλο είτε βάζει τα γκιζντάνια του να εισπράξουν τον τζερεμέ, δηλαδή το πρόστιμο που θα «χρηματοδοτήσει» το γλέντι που ακολουθεί.

Και αφού περάσει η ώρα και το γλέντι τελειώσει, το δρώμενο του Καδή κλείνει με την επανάσταση. «Το τρίτο και τελευταίο στοιχείο που έχει πολύ ενδιαφέρον είναι το επαναστατικό. Μέσα στις αυτόνομες και τοπικά αυτοδιοικούμενες κοινότητες της Σάμου, ο Καδής και το επιτελείο του ήταν έξω κοινοτικοί πολιτικοί παράγοντες, παράγοντες σκλαβιάς. Γι’ αυτό και η αναπαράσταση του δρώμενου τελειώνει με την επανάσταση. Εκεί που δικάζει ο Καδής, ακούγονται πυροβολισμοί, εκείνος αιφνιδιάζεται και ξαφνικά όλοι αυτοί που τον συνοδεύουν στρέφονται εναντίον του, και μαζί με τους χωριανούς τον αποκαθηλώνουν από την εξουσία και τον διαπομπεύουν στο χωριό καβάλα ανάποδα σε έναν γάιδαρο. Τέλος, καταλήγουν και πάλι στην πλατεία, όπου κρεμάνε ή καίνε ένα ομοίωμά του».

Η συνέχιση της παράδοσης, η φολκλοροποίηση του εθίμου και η αξία της συμμετοχής

Ως συνήθως, κουβέντες περί λαογραφίας και παράδοσης, εγείρουν σημαντικά ερωτήματα και προβληματισμούς σχετικά με τη συνέχισή της. «Τον Καδή αρχικά τον κάνανε οι παρέες για να γλεντήσουν. Το σημαντικότερο λοιπόν εμπόδιο για τη συνέχιση του εθίμου -όπως και για κάθε έθιμο- είναι η ερήμωση των χωριών. Κατά το ‘80 με μέσα του ‘90 η αστυφιλία “χτύπησε” και τη Σάμο, οι νέοι απ’ τα χωριά άρχισαν να φεύγουν και οι παρέες να λιγοστεύουν. Και έτσι δεν υπήρχε ποιος να κάνει τον Καδή», λέει ο Νικήτας.

«Μετά λοιπόν την περίοδο της έντονης αστικοποίησης, τη «διάσωση» των εθίμων στην ελληνική επαρχία αναλαμβάνουν οι διάφοροι δήμοι και πολιτιστικοί σύλλογοι, οι οποίοι συχνά παίρνουν την παράδοση και τη μετατρέπουν σε «φολκλόρ». Και τι σημαίνει αυτό; Το φολκλόρ είναι, ένα στολίδι, κάτι που δεν είναι πραγματικό. Είναι κάτι ψεύτικο που θα το βάλεις πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και θα στολίσεις, κάτι που μοιάζει με αστέρι. Δεν είναι όμως αστέρι».

«Δε λέω, υπάρχουν βέβαια και σύλλογοι που κάνουν ουσιαστική δουλειά. Αλλά δεν γίνεται κάθε φορά που θέλει ο Δήμος να δείξει κάτι να σου λέει “πάρε τα τσολιαδάκια και έλα να χορέψεις για τους τουρίστες”. Γιατί αυτό είναι στολίδι, δεν θα γλεντήσει κανείς. Θέλω να πω, τουλάχιστον αν κάνεις κάτι, γλέντα το ρε παιδί μου! Να φαίνεται ότι γελάς, ότι τραγουδάς, ότι περνάς όμορφα. Δηλαδή λίγο ζέσταμα στην καρδιά. Αυτό, είναι το ζητούμενο, τίποτα άλλο».

«Εμένα μ’ άρεσε να κάνω τον Καδή γιατί είναι ένα δρώμενο αυτοσχεδιαστικό και έχει συμμετοχή. Είναι έτσι αυθόρμητο, σαν stand-up, και είχε πολύ γέλιο η φάση. Και είχε αυτή την αίσθηση της κοινότητας. Δεν μπορείς αυτό το πράγμα να το κάνεις σόου -κάτω οι θεατές σε πλαστικές καρέκλες και πάνω η θεατρική παράσταση σε μία εξέδρα, διαχωρισμένοι μεταξύ τους. Και να σου πω και κάτι; Μέσα από μία αποστασιοποιημένη παράσταση πώς θα παραδώσεις στην επόμενη γενιά; Εγώ είπα στους φίλους μου: θα φέρετε τα παιδιά σας, τη μια χρονιά θα παρακολουθήσουν χωρίς να παίξουν, τη δεύτερη θα παίξουν, την τρίτη θα το αναλάβουν αυτοί. Αυτό σημαίνει παράδοση».

Αυτό είναι που με ενοχλεί όταν γίνεται το έθιμο “θέαμα”. Όταν κρατάς τον κόσμο μακριά και τον έχεις θεατή, αυτό είναι μία αστικοποιημένη εκδοχή της λαϊκής παράδοσης, κάτι μουσειακό και φολκλοροποιημένο. Ε, δεν γίνεται έτσι. Μαζί να ‘μαστε, όλοι μαζί. Παρέα να γίνουμε»

Πηγήtravel.gr

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα