Στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης στην Ελλάδα, οι ιδέες αναφορικά με την αναγκαιότητα συρρίκνωσης της παρουσίας του Δημοσίου στην οικονομία κατέστησαν ηγεμονικές. Πολύ πριν από τα «μνημόνια», η Ελλάδα ήταν μια ιδιωτικοποιημένη οικονομία, με υποδομές στρατηγικής σημασίας να έχουν περάσει στον ιδιωτικό τομέα, όπως οι αερομεταφορές, το τραπεζικό σύστημα, οι τηλεπικοινωνίες κ.ο.κ.
Με τα δύο πρώτα «μνημόνια» οι ιδέες αυτές επανεμφανίστηκαν ως ελπιδοφόρα πεδία για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ο στόχος αυτή τη φορά ήταν τα αεροδρόμια, η ενέργεια και οι υποδομές μεταφορών, που θεωρούνταν ελκυστικότερες για τις διεθνείς χρηματαγορές. Οι ιδιωτικοποιήσεις, όμως, υπήρξαν διαχρονικά η μεγαλύτερη αποτυχία των «μνημονίων», εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελλάδα τη δεκαετία του 2000 ήταν μια οικονομία πλήρως ιδιωτικοποιημένη.
Η ίδια η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος του 2008 υποχρέωσε τις κυβερνήσεις που δεν αντιμετώπιζαν κρίσεις δημόσιου χρέους να παρέμβουν στην οικονομία και να σώσουν τους «εθνικούς πρωταθλητές» και τις επιχειρήσεις υποδομών και δικτύων. Η λύση για την υπέρβαση της κρίσης του 2008 περιελάμβανε το κράτος σε ρόλο χρηματοδότη ύστατης καταφυγής για όλες τις χώρες πέραν των PIGS.
Στις σημερινές συνθήκες, οι διεθνείς οργανισμοί και η Ευρωπαϊκή Ένωση επαναφέρουν την ιδέα της ενισχυμένης παρουσίας του κράτους σε όλα τα πεδία της οικονομίας. Η χαλάρωση των κανόνων αναφορικά με τις κρατικές ενισχύσεις, το σύστημα απευθείας χρηματοδοτήσεων των επιχειρήσεων της ΕΚΤ και η χορήγηση δανείων με κρατικές εγγυήσεις στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (πλην της Ελλάδας), είναι ενδεικτικές μιας μετατόπισης στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της παρουσίας του κράτους στην οικονομία.
Στην πραγματικότητα, από τις πρώτες μέρες της κρίσης τα κράτη χρηματοδότησαν τις μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των δικτύων υποδομών, μεταφορών και ενέργειας. Αυτό συνέβη στη Γερμανία, αυτό συνέβη στην Ιταλία, αυτό συμβαίνει και στην Ελλάδα. Η μόνη διαφορά είναι αν αυτή η ενίσχυση ενέχει για τις επιχειρήσεις υποχρεώσεις, αν δηλαδή για αυτή την ενίσχυση οι επιχειρήσεις δίνουν μετοχές.
Η παρούσα κυβέρνηση, που «έχτισε» το πολιτικό της κεφάλαιο στον πόλεμο ενάντια στον κρατισμό, βρίσκεται σήμερα σε στρατηγικό αδιέξοδο. Ενισχύει άνευ ανταλλάγματος τους παραχωρησιούχους των αυτοκινητοδρόμων, επιχορηγεί την επιβατική ναυτιλία, συζητάει την ενίσχυση των αερομεταφορών κ.ο.κ. Ολα τα παραπάνω τα κάνει με τα χρήματα από το μαξιλάρι του ΣΥΡΙΖΑ, που κατά τους κυβερνώντες «κακώς υπάρχει».
Η κυβέρνηση από τη μία ανοίγει τη στρόφιγγα των κρατικών ταμείων για να στηρίξει τις στρατηγικές υποδομές της χώρας, από την άλλη στη δημόσια σφαίρα μοιάζει να κινείται στον αντίποδα των διεθνών εξελίξεων. Την ώρα που η αξία των υποδομών μεταφοράς αποτιμάται αρνητικά στις διεθνείς χρηματαγορές, στη χώρα μας ο κ. Πλακιωτάκης πανηγυρίζει που η ιδιωτικοποίηση των λιμανιών συνεχίζεται.
Ομως η ενίσχυση της δημόσιας παρουσίας στις υποδομές μεταφορών και ενέργειας, γίνεται επιτακτική από την ίδια τη συγκυρία. Αυτό «συνιστούν» και το σύνολο των διεθνών οργανισμών. Π.χ. ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού παροτρύνει τις κυβερνήσεις να μειώσουν τις ενδιάμεσες χρεώσεις στους κλάδους των μεταφορών προκειμένου να ενισχυθεί η ανάκαμψη του τουρισμού, καλώντας τα κράτη να ενισχύσουν τις επιχειρήσεις μεταφορών για την απώλεια εσόδων τους.
Στις παρούσες συνθήκες, το Δημόσιο πρέπει να είναι έτοιμο να παρέμβει για τη διάσωση στρατηγικών επιχειρήσεων στους προαναφερθέντες κλάδους ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν. Τα εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι είτε η ανακεφαλαιοποίησή τους είτε οι επενδύσεις στο μετοχικό κεφάλαιο από το κράτος. Σε κάθε τέτοια περίπτωση φυσικά το κράτος θα έπρεπε να συμμετέχει –στο μερίδιο που θα του αναλογεί– στη διοίκησή τους.
Κάθε φορά που ξεκινά μια τέτοια συζήτηση στην Ελλάδα, το φάντασμα των «προβληματικών επιχειρήσεων» της δεκαετίας του 1970 πλανάται πάνω από τη δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα έχει ωριμάσει. Σήμερα η Πολιτεία διαθέτει εργαλεία για να διαχειριστεί τη συμμετοχή της στη μετοχική σύνθεση μεγάλων επιχειρήσεων. Η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας μπορεί να αναβαθμιστεί, ακολουθώντας το καταστατικό που ήδη έχει, σε έναν φορέα διαχείρισης της συμμετοχής του Δημοσίου στο management ανάλογων εταιρειών με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα.
Εν κατακλείδι, το ζητούμενο δεν είναι αν το κράτος πρέπει να ενισχύσει την παρουσία του στην οικονομία. Το ερώτημα είναι αν η ενίσχυση αυτή θα γίνει με όρους λογοδοσίας και διαφάνειας και, βέβαια, εάν αυτό θα γίνει προς το συμφέρον ολόκληρης της κοινωνίας, και όχι μόνο των επιχειρηματικών ελίτ της χώρας. Και, βεβαίως, ο στόχος για εμάς στον ΣΥΡΙΖΑ είναι να ξεπεραστεί η παρωχημένη ιδέα της δαιμονοποίησης της παρουσίας του κράτους στην οικονομία.
Πρώτη δημοσίευση, Εφημερίδα των Συντακτών, 22/4/2020