Την Τρίτη του Πάσχα, μετά τη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου στη Μεσάδα Κασταμονίτσας, ο Δήμος Μινώα Πεδιάδας και οι φορείς της περιοχής, τίμησαν τη μεγάλη μάχη που έγινε την Κυριακή 23 Μαΐου 1841, στην Επανάσταση των Βασιλογιώργη – Χαιρέτη.
Στο μνημείο που βρίσκεται στον αύλειο χώρο του Ιερού Ναού, έγινε τρισάγιο και κατέθεσαν στεφάνια ο Δήμαρχος Μινώα Πεδιάδας Βασίλης Κεγκέρογλου, ο Αναπληρωτής Περιφερειάρχης Γιώργος Πιτσούλης, η Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κασταμονίτσας Θεοδώρα Καντηφεδάκη και ο ιερέας της Κασταμονίτσας. Στην τελετή παρευρέθηκαν επίσης ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Γεώργιος Καλογεράκης, ο Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Μιχάλης Ανδριανάκης, η Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Καλλιόπη Αποστολογιωργάκη, και πλήθος κόσμου.
Ο Δήμαρχος Μινώα Πεδιάδας Βασίλης Κεγκέρογλου δήλωσε:
“Τιμήσαμε τη μάχη που δόθηκε την Κυριακή 23 Μαΐου 1841, στον ιερό αυτό τόπο. Εδώ, που η παράδοση λέει, ότι πολλοί από τους 28 νεκρούς Κρήτες επαναστάτες, κάτοικοι των γύρω χωριών, πιάστηκαν αιχμάλωτοι και οι Τούρκοι έκοψαν τα κεφάλια τους. Οι άνθρωποι αυτοί περήφανοι και ηρωικοί έπραξαν το καθήκον τους υπερασπιζόμενοι αξίες και ιδανικά, αποτελώντας παράλληλα ένα διαρκές παράδειγμα για τις νεότερες γενιές. Ας είναι αιωνία τους η μνήμη»
Η Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κασταμονίτσας Θεοδώρα Καντηφεδάκη αναφερόμενη στα γεγονότα της μάχης ανέφερε ότι:
«Μετά το τέλος της Μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης 1821-1830 και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν να μην εντάξουν την Κρήτη στο Ελληνικό κράτος, αλλά να την παραχωρήσουν στους Αιγυπτίους. Έτσι, για δέκα χρόνια η Κρήτη γνώρισε την πιο σκληρή σκλαβιά στην ιστορία της. Οι Kρήτες Οπλαρχηγοί είχαν εξοριστεί στην ελεύθερο πλέον Ελληνικό κράτος.
Το 1939, οι Οθωμανικές δυνάμεις ηττήθηκαν από τους Αιγυπτίους του Μωχάμετ Άλη στη μάχη του Νεζίπ. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις και οι διπλωμάτες τους, επειδή φοβήθηκαν την προέλαση των Αιγυπτίων στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισαν και πάλι να παραχωρήσουν την Κρήτη στους Οθωμανούς, να σταθούν στο πλευρό των Τούρκων και να βοηθήσουν να διατηρηθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο πόθος των Κρητικών για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, είχε παραπεμφθεί και από Ελληνικό κράτος στις καλένδες.
Πριν υπογραφεί η οριστική μεταβίβαση του νησιού στους Τούρκους, εξόριστοι Κρητικοί στην Ελλάδα όπως οι Βασίλης Χάλης, Ιάκωβος Κουμής, Εμμανουήλ Πατελάρος, Αναγνώστης Τσουδερός, Εμμανουήλ Δεικτάκης και οι αδελφοί Χαιρέτη, αφού συνεννοήθηκαν με Κρητικούς οπλαρχηγούς έφθασαν στο νησί στα τέλη του 1840. Λίγο μετά, στις 22 Φεβρουαρίου 1841, κήρυξαν την επανάσταση. Αρχηγός των ανατολικών επαρχιών ήταν ο Βασιλογιώργης από το τότε χωριό του Λασιθίου Γεροντομουρί, (Άγιος Χαράλαμπος). Στις δυτικές επαρχίες αρχηγοί ήταν οι δύο αδελφοί Χαιρέτη.
Στη Δυτική Κρήτη, φονικές μάχες έγιναν στα χωριά Πρόβαρμα, Βρύσες και Βαφέ Αποκορώνου. Στις ανατολικές επαρχίες, ο Ρεσίτ πασάς ξεκίνησε από το Ηράκλειο με 3.000 στρατιώτες και χτύπησε τους άντρες του Βασιλογιώργη στην περιοχή του Ξυδά και στη Μεσάδα της Κασταμονίτσας. Η μάχη κράτησε 5 ώρες, οι σκοτωμένοι και πληγωμένοι Τούρκοι έφτασαν τους 150. Από την πλευρά των Χριστιανών οι πληγωμένοι και σκοτωμένοι έφτασαν τους 28. Οι επαναστάτες μετά τη μάχη αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στα Λασιθιώτικα βουνά.
Η έλλειψη πολεμοφοδίων όπως συνέβαινε σε κάθε επανάσταση, η αντίδραση των Μ. Δυνάμεων, η μη ορθή εκτίμηση των περιστάσεων, αλλά και η αδρανοποίηση τμήματος του λαού της Κρήτης που έκρινε ότι η επανάσταση δεν ήταν ώριμη και θα επέσυρε σοβαρά αντίποινα από πλευράς των Τούρκων, διαμόρφωναν κλίμα που δεν ευνοούσε καθόλου τη συνέχιση της. Η Ελληνική κυβέρνηση επίσης βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να βοηθήσει την Κρήτη. Έτσι, για μια ακόμη φορά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν, οι πόθοι τους για ελευθερία έμειναν ανεκπλήρωτοι και νέα δεινά επισωρεύτηκαν στον υπόδουλο Κρητικό λαό.
Όμως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες λίγων αγωνιστών και χωρίς την στήριξη της μητέρας πατρίδας, η επανάσταση εξασθένησε και οι αγωνιστές πήραν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Έτσι έληξε ένα ακόμα σκίρτημα λευτεριάς της Κρήτης».