Πρόσφατα τον Άρειο Πάγο απασχόλησε περίπτωση 6μελούς συμμορίας στην οποία εγκέφαλος ήταν υπήκοος Βουλγαρίας και συμμετείχαν ομοεθνείς του αλλά και Έλληνες (άνδρες και γυναίκες).
Η συμμορία δρούσε στη Βόρεια Ελλάδα και από 14 ηλικιωμένους αποκόμισε μέσα σε 6 μήνες 76.000 ευρώ και τιμαλφή, μεταξύ των οποίων 3 χρυσούς σταυρούς, 7 χρυσά δακτυλίδια, μια χρυσή ταυτότητα χεριού και 1 χρυσό βραχιόλι, η αξία των δεν μπορεί να εξακριβωθεί, καθώς διοχετεύθηκαν στο εξωτερικό. Παράλληλα, η συμμορία επεδίωξε, αλλά απέτυχε να «εισπράξει» ακόμα 171.000 ευρώ, καθώς σε 20 περιπτώσεις έγινε αντιληπτή από τα υποψήφια θύματά τους.
Προωθούσαν τα κέρδη στη Βουλγαρία
Τα κέρδη (αφού κρατούσαν τα ποσοστά τους με βάση τη συμφωνία τους) οι «εισπράκτορες», όπως τους αποκαλούσαν, τα προωθούσαν στα μέλη του κυκλώματος στη Βουλγαρία.
Η εξαγωγή της λείας γινόταν είτε με ταξί που πήγαινε σε συγκεκριμένο προκαθορισμένο σημείο των συνόρων και εκεί γινόταν η παράδοσή τους, είτε μέσω λεωφορείων κρυμμένα μέσα σε δέματα με ρούχα, τρόφιμα, κ.λπ., είτε οδικώς με ΙΧ αυτοκίνητο, είτε μέσω εταιρείας μεταφοράς χρημάτων (Western Union).
Η συμμορία ήταν εγκατεστημένη σε δύο δωμάτια ξενοδοχείου της Βόρειας Ελλάδας. Κατά την έφοδο των ανδρών της ΕΛ.ΑΣ. στο ένα δωμάτιο ήταν 4 μέλη και στο άλλο δύο, ενώ κατασχέθηκε μεγάλος αριθμός κινητών τηλεφώνων και καρτών SIM.
Καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 11 ετών
Οι συλληφθέντες κρίθηκαν ένοχοι, κατά πλειοψηφία από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων για σύσταση συμμορίας και ομόφωνα για απάτη από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και καταδικάστηκαν σε κάθειρξη 11 ετών.
Τους καταλογίσθηκαν 14 περιπτώσεις τετελεσμένης κακουργηματικής απάτης και 20 τουλάχιστον περιπτώσεις απόπειρας κακουργηματικής απάτης.
Οι δύο από τους έξι οι οποίοι φέρονται και ως αρχηγοί προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η καταδικαστική σε βάρος τους εφετειακή απόφαση, επικαλούμενοι παραλείψεις στο σκεπτικό της, όπως και ότι δεν τους αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του σύννομου βίου.
Το Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς τους, κρίνοντας ότι η εφετειακή απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Πώς δρούσε η συμμορία
Άλλες φορές έλεγαν στους ανυποψίαστους υπερήλικες ότι τους τηλεφωνούσε γιατρός, ενώ άλλα μέλη της συμμορίας, «υποδυόμενα τους συγγενείς των ηλικιωμένων φώναζαν και έκλαιγαν, ώστε να καταστούν πειστικότερα τα λεγόμενά τους».
Δεν ήταν λίγες οι φορές που τηλεφωνούσε γυναίκα σε ηλικιωμένους και έλεγε ότι είναι δικηγόρος προσώπου από το στενό οικογενειακό τους περιβάλλον «το οποίο προκάλεσε θανατηφόρο τροχαίο με θύμα ανήλικο και έπρεπε δώσουν χρήματα για να μη φυλακιστεί».
Στη συνέχεια, κάποιο από τα μέλη της συμμορίας παρουσιαζόταν ως δικηγόρος και τους έλεγε ότι πρέπει να καταβάλουν τα χρήματα που απαιτούνται για τη νοσηλεία ή την αερομεταφορά ή την πληρωμή για την αποφυγή φυλάκισης και ότι θα πήγαινε στο σπίτι τους για να πάρει τα χρήματα ο ίδιος (δικηγόρος) ή γιατρός ή κάποιος ο οποίος εμφανιζόταν ως νοσηλευτής.
Την ίδια στιγμή καλούσαν ταυτόχρονα τα θύματά τους στο κινητό τηλέφωνο, λέγοντάς τους ότι θα τους μιλήσει το υποτιθέμενο συγγενικό τους πρόσωπο, το οποίο δεν είναι όμως σε καλή κατάσταση και δεν θυμάται πολλά (όνομα, βαθμό συγγενείας, κ.λπ.), έτσι ώστε «να αποκλείσουν τη δυνατότητα επικοινωνίας των θυμάτων τους με το συγγενικό πρόσωπο». Ταυτόχρονα και ενώ εξακολουθούσε η τηλεφωνική συνομιλία, άλλο μέλος της συμμορίας πήγαινε στο σπίτι του θύματος προκειμένου να το κρατούν απασχολημένο έτσι ώστε να μην έχει τη δυνατότητα επικοινωνίας με τα συγγενικά του πρόσωπα και για να πάρει τα χρήματα.
Δεν δίσταζαν να εμφανίζονται ως παιδιά (γιος ή κόρη) ή άλλα συγγενικά πρόσωπα των υπερηλίκων και να ζητούν βοήθεια, καθώς είχαν συλληφθεί και ήταν κρατούμενοι σε Αστυνομικό Τμήμα μετά από τροχαίο ατύχημα που προκάλεσαν και έπρεπε οπωσδήποτε να καταβληθούν χρήματα για να μην παραμείνουν στο κελί.
Ωστόσο, ενώ η τηλεφωνική συνομιλία συνεχιζόταν, έμπαινε στο κόλπο και άλλο μέλος της συμμορίας που εμφανιζόταν ως αστυνομικός ή δικηγόρος (γυναίκα) και έλεγε στο υποψήφιο θύμα ότι ήταν αναγκαία η καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού «για την άρση της κράτησής του και την επωφελή περάτωση της υπόθεσης».
Σε άλλες περιπτώσεις, μέλος της συμμορίας, εμφανιζόταν ως γιατρός λέγοντας ότι το παιδί του υπερήλικα ή άλλο κοντινό συγγενικό του πρόσωπο είχε τροχαίο ατύχημα και «έχει υποστεί εκτεταμένη σωματική βλάβη και κινδυνεύει να υποβληθεί σε ακρωτηριασμό εάν δεν καταβληθεί κάποιο χρηματικό ποσό που ζητούσαν, ώστε να εκτελεστεί άμεσα χειρουργική επέμβαση και να τοποθετηθούν χρυσές λάμες στα κάτω άκρα του».
Την ίδια στιγμή που η συνομιλία βρισκόταν σε εξέλιξη καλούσαν το θύμα στο κινητό τηλέφωνό του προκειμένου να μην μπορεί να επικοινωνήσει με το συγγενικό του πρόσωπο και να επαληθεύσει αν όντως έχει τραυματισθεί.