Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εντοπίζουν διαφορές στη λειτουργία ενός κινητήρα κάθε φορά που αλλάζουν και το πρατήριο από το οποίο εφοδιάστηκαν τη βενζίνη ή το diesel. Διαφορές που δεν σχετίζονται μόνον με την απόδοση του αυτοκινήτου μας αλλά και με την κατανάλωση σε παρόμοιες συνθήκες κίνησης.
Φυσικά είναι πολύ δύσκολο να αποδείξεις σε πραγματικές και όχι σε εργαστηριακές συνθήκες, ότι το καύσιμο με το οποίο εφοδιάστηκες από ένα συγκεκριμένο πρατήριο μοιάζει να… διαφέρει από κάποιο άλλο και ως εκ τούτου να επηρεάζει τη λειτουργία του κινητήρα, ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις οι αποκλίσεις είτε στη απόδοση είτε στην κατανάλωση είναι τόσο μεγάλες που… μιλούν από μόνες τους.
Μπορεί, λοιπόν, αλλάζοντας διαρκώς βενζινάδικα και επιλέγοντας πάντα το φθηνότερο να βγούμε στο τέλος χαμένοι; Η απάντηση είναι ναι, καθώς πέρα από το ρίσκο της χρήσης ενός κακής ποιότητας καυσίμου και μιας ενδεχόμενης βλάβης στον κινητήρας, κινδυνεύουμε να χάσουμε χρήματα και με την αυξημένη κατανάλωση καυσίμου.
Γιατί το ρεζερβουάρ αδειάζει γρήγορα
Το φαινόμενο ο δείκτης βενζίνης να… πέφτει πιο γρήγορα απ’ όσο συνήθως έχει επιστημονική εξήγηση. Και δεν μιλάμε φυσικά για την πιθανότητα να έχει μπει μικρότερη ποσότητα στη δεξαμενή καυσίμου από εκείνη που πληρώσαμε αλλά για το ενδεχόμενο η κατανάλωση να έχει επηρεαστεί από τις ίδιες τις «προδιαγραφές» του καυσίμου.
Είναι γνωστό ότι στα πρατήρια υπάρχουν διάφορες «ποιότητες» καυσίμου. Για παράδειγμα μπορεί κανείς να βρει βενζίνη με 95, 98 ή και με 100 οκτάνια. Καύσιμα με πρόσθετα ή χωρίς, καύσιμα που πληρούν τις αναγραφόμενες προδιαγραφές και άλλα όχι.
Όσο χαμηλότερης ποιότητας είναι ένα καύσιμο, τόσο η κατανάλωση καυσίμου αυξάνεται ακόμα κι αν όλες οι υπόλοιπες συνθήκες παραμείνουν σταθερές. Αυτό συμβαίνει επί της ουσίας γιατί ο κινητήρας καταναλώνει μεγαλύτερη ποσότητα καυσίμου για να παράξει το ίδιο ακριβώς έργο, αυξάνοντας το κόστος κίνησης.
Αντιθέτως, όσο η ποιότητα του καυσίμου βελτιώνεται ο κινητήρας προσαρμόζει τη λειτουργία του ζητώντας λιγότερο καύσιμο για να ανταποκριθεί στο έργο του.
Σύμφωνα με το Car and Motor, ίσως η οικονομία καυσίμου που μπορεί να επιτευχθεί ανεβαίνοντας από τα 95 στα 98 ή ακόμα και στα 100 οκτάνια να μην αποσβέσει πλήρως το αυξημένο κόστος απόκτησης της premium αμόλυβδης, ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι μόνον τα οκτάνια που κάνουν τη διαφορά.
Είναι και τα πρόσθετα τα οποία ενισχύουν την αποδοτικότητα και ταυτόχρονα εγγυώνται την εύρυθμη λειτουργία και τη μακροζωία του κινητήρα μας.
Συμπερασματικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η σωστή πρακτική έγκειται σε έναν βασικό κανόνα. Ανεφοδιαζόμαστε από πρατήρια τα οποία έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη μας έστω κι αν οι τιμές τους είναι κατά τι υψηλότερες.
Αν η τσέπη μας το αντέχει ή αν οι προδιαγραφές του αυτοκινήτου μας το απαιτούν, τότε πηγαίνουμε σε ανώτερους ποιοτικά τύπους καυσίμου, αποζητώντας τα οφέλη που αναμφίβολα προκύπτουν, έστω και σε βάθος χρόνου, από τη χρήση τους.