Επιπλέον, η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα «μεταφράζεται» σε βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες, μικρότερο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που «καταθέτουν» οι τράπεζες ως εγγυήσεις.

Με την ανάκτηση της επενδυτική βαθμίδας, το χρέος της χώρας επιστρέφει στο «ραντάρ» άλλου τύπου επενδυτών, οι οποίοι και τοποθετούνται αποκλειστικά σε χώρες που πληρούν το συγκεκριμένο κριτήριο.

Παράλληλα, φέρνει περαιτέρω εμπιστοσύνη και εκτιμάται πως θα επιταχύνει τις ξένες επενδύσεις, από νέους υψηλής ποιότητας επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων θα παράσχει πρόσθετη ώθηση έως 0,5% στο ΑΕΠ το 2024.

Σημειώνεται πως η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί προϋπόθεση για την αναβάθμιση και του Ελληνικού Χρηματιστηρίου και την επαναφορά του στις ανεπτυγμένες αγορές.

Τράπεζες

Στην πράξη, η αναβάθμιση της χώρας φέρνει καλά νέα για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς μεταφράζεται σε ευκολότερη χρηματοδότηση, εξοικονόμηση κόστους επιτοκίου στις μελλοντικές εκδόσεις MREL και βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τίτλων τους, τα οποία αποτελούνται κυρίως από τίτλους ελληνικών ομολόγων.

Επίσης, μακροπρόθεσμα, οι ελληνικές τράπεζες θα είναι περισσότερο οχυρωμένες σε τυχόν χρηματοπιστωτικές κρίσεις, καθώς η ρευστότητά τους θα είναι διασφαλισμένη, λόγω της επιλεξιμότητας των ομολόγων τους για δανεισμό από την ΕΚΤ.

Έτσι, οι τράπεζες αναμένεται να έχουν χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και βελτιωμένη ρευστότητα λόγω της μείωσης των haircut της ΕΚΤ στις εξασφαλίσεις των ελληνικών ομολόγων και της συμπερίληψης αυτών σε όλες τις μελλοντικές πράξεις της.

Επιχειρήσεις

Η θετική προοπτική για την ελληνική οικονομία θα δώσει τη δυνατότητα να «ανοίξει» η χρηματοδότηση προς την υγιή επιχειρηματικότητα, ζήτημα που αποτελεί και το νούμερο ένα πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως κατέδειξε και η έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας.

Μάλιστα, σε σχετική ερώτηση της έρευνας αναφορικά με τον σημαντικότερο παράγοντα που επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, ο τραπεζικός τομέας έρχεται πρώτος με ποσοστό 40%, με τους εμπόρους να αναφέρονται στην αύξηση του κόστους δανεισμού και την χρέωση προμηθειών.

Ομόλογα και κόστος δανεισμού

Τα ελληνικά ομόλογα επίσης θα δεχθούν στήριξη, καθώς στο εξής θα είναι επιλέξιμα για όποιες μελλοντικές πράξεις – προγράμματα της ΕΚΤ, χωρίς να εξαρτώνται από την παροχή «εξαίρεσης» (waiver).

Το κόστος δανεισμού στις διεθνείς αγορές θα μειωθεί σημαντικά, καθώς η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των επενδυτών στα δημόσια οικονομικά της χώρας, καθώς αντανακλά τα βελτιωμένα θεμελιώδη μεγέθη.

Εισροή κεφαλαίων

Η αναβάθμιση δίνει την ευκαιρία σε έναν αυξημένο αριθμό funds να εξετάσουν το ενδεχόμενο να επενδύσουν στην Ελλάδα, επιτρέποντάς τους να αξιοποιήσουν τις ευνοϊκές μακροοικονομικές τάσεις της χώρας.

Εκτιμάται πως θα προσελκύσει νέους υψηλής ποιότητας επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα, οι οποίοι προηγουμένως δεν μπορούσαν να επενδύσουν στην Ελλάδα, μάλιστα, οι αναλυτές προβλέπουν πως η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων θα παράσχει πρόσθετη ώθηση έως 0,5% στο ΑΕΠ το 2024.

Παράλληλα, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας διευκολύνει και την αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών, από τις αναδυόμενες που έχει υποβαθμιστεί από το 2013 από την MSCI και από το 2015 από τον FTSE.

Το χρονικό των αναβαθμίσεων

Η αρχή έγινε με τον Scope Ratings στις 4 Αυγούστου προκαλώντας τη μεγαλύτερη «έκποληξη», καθώς τα περισσότερα κράτη που αντιμετωπίζουν χρεοκοπία δεν πλησιάζουν ποτέ την επενδυτική βαθμίδα μετά από αυτό, πόσο μάλλον να επιτύχουν αυτό το καθεστώς 11 χρόνια μετά την χρεοκοπία, όπως ήταν το 2012 στην περίπτωση της Ελλάδας.

Ακολούθησε η αναβάθμιση από τον DBRS τον Σεπτέμβριο, καθώς σύμφωνα με τον καναδέζικο οίκο αξιολόγησης, η ελληνική οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα, παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9% με συνεχείς βελτιώσεις στην αγορά εργασίας.

Ο S&P έδωσε την πολυπόθηση αναβάθμιση τον Οκτώβριο αξιολογώντας τη σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, την πολιτική σταθερότητα που επιτρέπει τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής πορείας και τη συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους.

Ο οίκος Fitch είναι ο τέταρτος οίκος, μεταξύ των αναγνωρισμένων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο οποίος κατατάσσει στην επενδυτική βαθμίδα τα ελληνικά ομόλογα, καθώς «πείστηκε» από την ευνοϊκή δυναμική του ελληνικού χρέους, τη δέσμευση στη δημοσιονομική προσαρμογή, την ανθεκτική ανάπτυξη, τη συνέχεια της πολιτικής και τη βελτίωση του τραπεζικού συστήματος.

  • «Bonus» αναβαθμίσεις

Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί πως τα ελληνικά αξιόχρεα έλαβαν φέτος την αναγνώριση και άλλων οίκων, όπως του ιαπωνικού οίκου Rating and Investment Information (R&I), ο οποίος αναβάθμισε το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα, BBB- με σταθερές προοπτικές, στα τέλη του Ιουλίου.

Ενώ ένας από τους μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης της Κίνας, ο Lianhe Credit αναβάθμισε στις 27/10, τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας από BBB- σε επενδυτική βαθμίδα BBB με σταθερές προοπτικές.

Το επόμενο «στοίχημα»

Ημερομηνία «κλειδί» θα αποτελέσει το τελευταίο επταήμερο του Δεκεμβρίου, όταν ο ΟΔΔΗΧ θα παρουσιάσει το πρόγραμμα δανεισμού για την επόμενη χρονιά, με εκδοτική δραστηριότητα κοντά στα 10 δισ. ευρώ, ένα σταθερό πρόγραμμα επανεκδόσεων ελληνικών ομολόγων, αλλά και την έκδοση του πρώτου ελληνικού πράσινου ομολόγου, εφόσον φυσικά το επιτρέψουν οι συνθήκες στην αγορά.

Βασικός στόχος για το 2024 θα είναι το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού προγράμματος της επόμενης χρονιάς να καλυφθεί εμπροσθοβαρώς, όπως ακριβώς έγινε και τα προηγούμενα δύο χρόνια.

Σε αυτή τη φάση η Ελλάδα έχει λάβει την «χαμηλότερη» επενδυτική βαθμίδα με αξιολόγηση «BBB-» από το σύνολο των οίκων αξιολόγησης, πλην της Moody’s και απαιτούνται ακόμη τρεις αναβαθμίσεις για να ανέβει σκαλοπάτι.

Η επόμενη αξιολόγηση αναμένεται να έρθει τον Μάρτιο του 2024 από την Moody’s και θεωρείται πολύ σημαντική, καθώς πρόκειται για τον μεγαλύτερο οίκο στον κόσμο. Η δυνητική ζήτηση που ενδέχεται να φέρει μια τέτοια αναβάθμιση για τα ελληνικά ομόλογα μπορεί να φτάσει πλέον ακόμη και στα 20 δισ. ευρώ, για τους αισιόδοξους εκτιμητές. Ποσό που είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με την ετήσια εκδοτική δραστηριότητα της χώρας.