Στις 16 Ιουνίου, ο Πρωθυπουργός προέβη σε σειρά δηλώσεων για τον χαρακτήρα και την συμβολή του ΕΣΠΑ και των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων στην ανάπτυξη της χώρας. Αφού οικειοποιήθηκε το έργο των κυβερνήσεων των τελευταίων 22 ετών και παρουσίασε τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το πρασίνισμα και την ψηφιοποίηση της οικονομίας περίπου ως δική του έμπνευση, ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στη σημασία της απόδοσης των σχετικών πόρων στην αρμοδιότητα των περιφερειών.
Αν και κοινότυπος, σε αυτό το σημείο ο Πρωθυπουργός είχε δίκιο. Τα χρήματα των διαρθρωτικών ταμείων, από την εποχή των Μεσογειακών Προγραμμάτων, αποτελούσαν ανταποδοτικούς πόρους για την απώλεια της ανταγωνιστικότητας, εξαιτίας της δημιουργίας της ενιαίας αγοράς. Άρα, το βασικό κριτήριο, στη βάση του οποίου θα έπρεπε εξ’ αρχής να αξιολογείται η αποτελεσματικότητα τους, ήταν η συμβολή στην άρση των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων. Η επενδυτική ανομβρία της δεκαετίας της κρίσης, έκανε τους οικονομικούς δρώντες στη χώρα μας να βλέπουν τα ΕΣΠΑ ως την μοναδική πηγή δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, εύλογα, να ανταγωνίζεται για τις επιδόσεις του στην απορρόφηση των εν λόγω πόρων.
Η αλήθεια επίσης είναι ότι στην χώρα μας έχουν σημειωθεί μικρές απώλειες κοινοτικών πόρων, αλλά και μεγάλες σπατάλες, όπως και περιπτώσεις κακοδιαχείρισης. Έτσι όμως παραμένει ασαφής ο λόγος για τον οποίο η «απορροφητικότητα» αποτελεί το νούμερο ένα κριτήριο πολιτικής αποτελεσματικότητας για την εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η σημερινή Κυβέρνηση μάλιστα, λειτουργώντας σε ένα περιβάλλον πλήρους απελευθέρωσης των κανόνων διαχείρισης των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, τις κατηύθυνε κατά βάση στις επιχορηγήσεις της πανδημίας, που δεν απαιτούσαν καμία προετοιμασία ή ωρίμανση και στη συνέχεια διέπρεψε στην «απορροφησιολογία». Καθώς όμως η χώρα οδεύει προς την νέα προγραμματική περίοδο και χωρίς να είμαστε σε θέση να ασκήσουμε κριτική στις προθέσεις της Κυβέρνησης για έναν σχεδιασμό που είναι ακόμα ασαφής, δύο είναι τα σημεία που πρέπει να δώσουμε προσοχή:
Πρώτον, το ΕΣΠΑ 2021 – 2027 θα υλοποιηθεί την ώρα που θα υπάρχει τουλάχιστον ένα ακόμη μεγάλο χρηματοδοτικό πρόγραμμα από την Ε.Ε., το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, χωρίς να αποκλείεται η ενεργειακή κρίση να προσθέσει ακόμη περισσότερους πόρους σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ανάγκες ολιστικού σχεδιασμού μεταξύ των διαφορετικών χρηματοδοτικών εργαλείων είναι περισσότερες από ποτέ. Δυστυχώς όμως, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει δώσει κανένα δείγμα ότι προτίθεται να σχεδιάσει καθολικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι φορείς που ασκούν στρατηγικό σχεδιασμό στο Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, οι οποίοι είναι διαφορετικοί και υπάγονται σε διαφορετικά Υπουργεία.
Δεύτερον, η έναρξη της προετοιμασίας της νέας προγραμματικής περιόδου, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ξεκινήσουμε όλοι – πολιτικοί, τεχνοκρατική διοίκηση και ιδιωτικός τομέας – να βλέπουμε και κυρίως να αξιολογούμε το ΕΣΠΑ, μ’ ένα νέο τρόπο. Αν και η συμβολή του ΕΣΠΑ στην ανάπτυξη και στην ενίσχυση των εξαγωγών μέχρι σήμερα, παρουσιάζεται ως στοιχείο της επιτυχίας του, έχει έρθει ο καιρός να αρχίσουμε να «μετράμε» τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων τόσο ως προς την συμβολή τους στην άρση των κοινωνικών ανισοτήτων, όσο και ως προς τις επιπτώσεις τους στην παραγωγή προϊόντων υψηλής εγχώριας προστιθέμενης αξίας.
Οι προγραμματικοί στόχοι της ψηφιοποίησης της οικονομίας και της στροφής στην βιώσιμη ανάπτυξη, θα δημιουργήσουν δεκάδες ευκαιρίες για την ανάπτυξη νέων, εγχώριων προϊόντων που θα μπορούσαν με την σειρά τους να οδηγήσουν στην ανάπτυξη νέων τοπικών παραγωγικών οικοσυστημάτων. Φτάνει να μην αφήσουμε κι αυτή την ευκαιρία να πάει χαμένη.