Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Έχει πολύ ενδιαφέρον η απόφαση του Συνδέσμου Επισιτισμού και Διασκέδασης νομού Ηρακλείου να μιμηθεί το παράδειγμα των Χανίων ώστε να “σχολάνε” οι γάμοι και οι κοινωνικές εκδηλώσεις στις 4 το πρωί.
Πρόκειται για θετικό μέτρο, κυρίως ως προς την προστασία των εργαζομένων που μένουν υποχρεωτικά στο πόδι μέχρι να τελειώσει το γλέντι, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις πραγματικά να εξαντλούνται.
Θα μου πείτε βέβαια, γιατί δεν πληρώνονται (αν δεν πληρώνονται) υπερωρίες, σε τέτοιες περιπτώσεις;
Και αυτό είναι ένα μόνο από τα ερωτήματα που προκύπτουν από την κατά τα άλλα αξιέπαινη προσπάθεια των επιχειρηματιών της εστίασης να βοηθήσουν και τους εργαζομένους αλλά και στην μείωση των τροχαίων.
Να ένα ακόμα: τι ακριβώς εμποδίζει εκείνους που σκόπευαν να γίνουν πίτα της μεθιάς μέχρι τις 6 το πρώι και μετά να πάρουν το αυτοκίνητό τους και να οδηγήσουν, από το να γίνουν πίτα της μεθιάς στις 4 το πρωί και μετά να πάρουν το αυτοκίνητό τους και να οδηγήσουν;
Και επίσης, μήπως ο στοιχειώδης έλεγχος ταυτοτήτων και η άρνηση σερβιρίσματος οινοπνεύματος σε ανήλικους, θα ήταν κάπως πιο χρήσιμο μέτρο από το ωράριο;
Επιπλέον, αυτό, το ωράριο δηλαδή, δεν καθορίζεται έτσι κι αλλιώς από την κανονιστική διάταξη του Δήμου Ηρακλείου περί ηχορύπανσης αλλά και την κείμενη νομοθεσία;
Άρα, μήπως η απλή εφαρμογή των νόμων και στα μαγαζιά αλλά και στις περιπτώσεις όπου διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι στήνουν τα δικά τους πανηγύρια, σε αυλές και σε πλατείες, με άφθονο αλκοόλ και δίχως τον παραμικρό σεβασμό σε κανόνες, νόμους, περιοίκους και ωράρια, θα είχε το ίδιο και καλύτερο αποτέλεσμα;
Και γενικώς, μήπως η απλή εφαρμογή των νόμων και στα μαγαζιά και στα γλέντια των πολιστιστικών συλλόγων και στους δρόμους, όταν κάποιος συλλαμβάνεται να οδηγεί μεθυσμένος, βοηθούσαν περισσότερο να αντιμετωπιστεί η πληγή των τροχαίων;
Αντιλαμβάνομαι, σε κάποιο βαθμό, ότι η επιβολή ενός αυστηρότερο πλαισίου κανόνων, έστω και στο ωράριο, ενδέχεται ψυχολογικά και μόνο να λειτουργήσει ως “κόφτης” στις ακραίες συμπεριφορές ορισμένων. Μακάρι.
Αλλά ομολογώ ότι, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο το μέτρο μου μοιάζει εντυπώσεων και όχι ουσίας. Και παράλληλα είναι και μια κραυγαλέα παραδοχή ήττας.
Διότι δείχνει ξεκάθαρα ότι έχουμε φτάσει πια σε τέτοιο σημείο απόλυτης ασυδοσίας, πάντα στο όνομα μιας στρεβλής και δολοφονικής “παράδοσης”, που σχεδόν πανηγυρίζουμε για -λιγότερα και από – τα αυτονόητα.