Ο Σπύρος Μανταλενάκης, 31 ετών, είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στην οδοντιατρική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο. Για τον Σπύρο, η Τρίτη ήταν μια φυσιολογική μέρα.
«Επειδή είμαι και μεταπτυχιακός φοιτητής και δουλεύω παράλληλα σαν οδοντίατρος στο ιατρείο που έχω στην Αθήνα με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου, δούλεψα Πέμπτη και Παρασκευή αλλά και την Τρίτη μέχρι τις 18:00. Ξεκίνησα από την Αθήνα την Τρίτη το βράδυ».
Ο Σπύρος θα έπαιρνε ξανά το τρένο όπως έχει κάνει πολλές φορές αυτούς τους μήνες που φοιτά στη Θεσσαλονίκη.
Βρεθήκαμε μαζί του 3 ημέρες μετά το τραγικό δυστύχημα, για να μας περιγράψει τι είδε, βίωσε, ένιωσε εκείνες τις οδυνηρές στιγμές αλλά και την κατάστασή του τώρα, λίγα 24ωρα μετά, όταν το πρώτο σοκ έχει παρέλθει και έχει συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει συμβεί.
«Στη Θεσσαλονίκη στη σχολή μας τουλάχιστον, την Καθαρά Δευτέρα παίρνουμε (κενές μέρες) Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη. Για αυτό στο τρένο ταξίδευαν πολλοί φοιτητές την Τρίτη το βράδυ, ενώ κανονικά θα περίμενες να έχουν φύγει το βράδυ της Δευτέρας. Εγώ παίρνω το αεροπλάνο αλλά αυτή τη φορά είπα να πάρω το τρένο, για να μπορέσω να πάρω περισσότερα πράγματα μαζί μου», διηγείται για το πώς κατέληξε να επιβιβάζεται στο μοιραίο τρένο.
Όπως λέει, επιλέγει πάντα το τελευταίο τρένο «για να κάθομαι όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται στην Αθήνα, γιατί έχω και την κοπέλα μου».
Η διαδρομή ξεκινά και όλα μοιάζουν φυσιολογικά. Ο Σπύρος κάθεται στο τρίτο επιβατικό βαγόνι, δηλαδή τέταρτο κατά σειρά στην αμαξοστοιχία. Πρόκειται για αυτό που στις φωτογραφίες από το σημείο του δυστυχήματος έχει φύγει εντελώς από τις ράγες και δημιουργεί σχεδόν ορθή γωνία με το υπόλοιπο τρένο.
Στα Φάρσαλα συμβαίνει κάτι που τον ξένισε, καθώς το τρένο κάνει στάση για 10 λεπτά και από τα μεγάφωνα βγαίνει ανακοίνωση ότι θα υπάρξει περαιτέρω αναμονή 15 λεπτών. «Πάντα έχει καθυστέρηση περίπου μισή ώρα. Τόση πολλή ώρα όμως δεν έχουμε ξαναμείνει σε έναν σταθμό».
«Τώρα κρατήσου και όπου πάει»
Στη διαδρομή ο Σπύρος δεν κοιμόταν, καθόταν στη θέση με το τραπεζάκι και σκυμμένος παρακολουθούσε ένα βίντεο στο Ίντερνετ, καθώς το κινητό του κατάφερε να συνδεθεί στο δίκτυο. Από εδώ και στο εξής, όλα όσα μας περιγράφει, συμβαίνουν σε δευτερόλεπτα ή καλύτερα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
«Είμαι σκυμμένος και κοιτάω το κινητό και αισθάνομαι μια ανατάραξη λίγο πιο έντονη από τις πάρα πολλές συνηθισμένες που έχει μια διαδρομή με το τρένο, τίποτα σοβαρό. Αυτή λοιπόν η συνηθισμένη ανατάραξη, πάρα πολύ γρήγορα εξελίσσεται σε κανονικότατο εκτροχιασμό. Κατάλαβα κατευθείαν ότι δεν είμαστε πλέον στις ράγες και δεν ξέρω που θα καταλήξει όλο αυτό», περιγράφει.
Από το τράνταγμα άρχισαν να πέφτουν βαλίτσες εκ των οποίων μία βρήκε τον Σπύρο στο κεφάλι και άλλη μία στο χέρι. Καθώς το τρένο εκτροχιάζεται, ασυνείδητα ο Σπύρος κλείνει τα μάτια του.
«Εκείνη τη στιγμή είναι σαν να σταματάει ο χρόνος, κυλάει πολύ διαφορετικά», εξηγεί.
Το τρένο διανύει μια τρελή πορεία εκτροχιασμού και ο Σπύρος έχει την τύχη να τον συγκρατεί το τραπεζάκι της θέσης του, «λέω “τώρα κρατήσου και όπου πάει”. Δεν φοβάσαι. Έχεις την αδρεναλίνη στα ύψη, δεν υπάρχει φόβος, μόνο ένστικτο επιβίωσης. Οπότε κρατιέσαι γερά, το μόνο που ακούς είναι το τρένο να τραντάζεται πολύ. Ουρλιαχτά που σίγουρα υπήρχαν, δεν άκουγα τίποτα. Απλά άκουγες αυτόν τον εκκωφαντικό ήχο του τρένου που εκτροχιάζεται και τον δυνατό θόρυβο που κάνει καθώς φεύγει από τις ράγες αλλά και έναν πολύ τσιριχτό θόρυβο ταυτόχρονα. Έκρηξη δεν κατάλαβα ότι έγινε. Ούτε καν κατάλαβα ότι έγινε σύγκρουση», θυμάται.
Όταν πια το τρένο σταμάτησε, το τρίτο επιβατικό βαγόνι στο οποίο επέβαινε ο Σπύρος είχε γύρει. Η πλευρά του κοιτούσε προς το χώμα. Στο σημείο αυτό , αρχίζει να δέχεται ερεθίσματα από το περιβάλλον του. «Έχουν σπάσει παράθυρα και ακούω ουρλιαχτά, βλέπω καπνούς και είναι το βαγόνι. Νόμιζα ότι η φωτιά είναι από κάποιους σπινθήρες που πετάχτηκαν στα χόρτα και πρόκειται για δασική πυρκαγιά. Δεν μου έχει πάει καν το μυαλό ότι πρόκειται για βαγόνι που καίγεται. Δεν αναπνέω αέρα, μόνο καπνούς που έρχονται από τη φωτιά στο άλλο βαγόνι. Το πρώτο πράγμα που ακούω είναι ουρλιαχτά, κάποιον να φωνάζει “τα πόδια μου, τα πόδια μου” και βλέπω δύο παιδιά να προσπαθούν να τον απεγκλωβίσουν. Ένας άνθρωπος ο μπροστινός μου, που είναι στις καρέκλες. Μια κυρία απέναντί μου έχει πέσει στο πάτωμα. Δεξιά, αριστερά παντού κεφάλια μες τα αίματα. Πολλά αίματα…».
Ο Σπύρος δεν ήξερε ακόμα ότι έχει αίματα στο κεφάλι του ή κάποιο χτύπημα κάπου αλλού, μέχρι που επιχείρησε να σηκωθεί και αντιλήφθηκε ότι δυσκολεύεται να περπατήσει. Κάλυψε το στόμα και τη μύτη του με τη μπλούζα του για να αποφύγει όσο γινόταν τους καπνούς από το φλεγόμενο βαγόνι. Έπειτα έψαξε και βρήκε το κινητό του για να μπορέσει όπως μας είπε να ειδοποιήσει κάποιον. Άρπαξε τις δύο από τις τρεις βαλίτσες του που βρήκε μπροστά του, κοίταξε τριγύρω αν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια και αφού δεν είδε κάποιον που να μην δέχεται από άλλο συνεπιβάτη του ή κάποιον που να τον χρειάζεται, πήδηξε από το σπασμένο παράθυρο.
«Φωνάζανε όλοι. Κόσμος να κλαίει να ουρλιάζει. Ευτυχώς όσοι ήταν μπροστά μου, στα πίσω καθίσματα του βαγονιού δηλαδή, δεν χρειάζονταν βοήθεια. Τους έβλεπα προχωρούσαν και όλοι κατευθύνονταν προς τις τελευταίες θέσεις που είχε σπάσει το τζάμι. Είχε σπάσει και το μπροστινό τζάμι αλλά ήταν ψηλά και δεν πήδηξα από εκεί. Πήδηξα από το πίσω τζάμι στο χώμα. Οι πόρτες δεν άνοιξαν ποτέ. Ήμουν σε σοκ, έτρεμα και απλά προχωρούσα», μας λέει. Εξάλλου από λεπτό σε λεπτό ήταν πιθανό ο ίδιος να λιποθυμήσει από τους καπνούς, ενώ το βαγόνι ήταν πιθανό να τυλιχτεί στις φλόγες ή και να εκραγεί.
Η παραμονή σε αυτό θα ήταν λάθος, ενδεχομένως μοιραίο.
«Πού είναι οι υπόλοιποι;»
Για λίγο δεν ήξερε που πήγαινε, απλώς ακολουθούσε τον κόσμο και ξαφνικά βρέθηκε σε μια από τις πλατφόρμες του εμπορικού τρένου. Ακόμα δεν είχε καταλάβει ότι έχει επέλθει σύγκρουση τρένων και ακόμα θεωρούσε ότι πρόκειται για εκτροχιασμό.
«Νόμιζα ότι ήταν το δικό μας και είχα ακούσει ότι παίρνει και αυτοκίνητα και λέω “έχουμε φτάσει πίσω πίσω και θα είναι τα αυτοκίνητα αυτά”. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι έχουμε συγκρουστεί με άλλο τρένο». Ο κόσμος προσπαθούσε να κατέβει από την πλατφόρμα. Ο Σπύρος βοήθησε ένα παιδάκι και έπειτα κατέβηκε και αυτός. Χωρίς ακόμα να ξέρει που πηγαίνει ξεκίνησε να προχωρά στις γραμμές, πάνω στις οποίες υποτίθεται πως θα έπρεπε να βρίσκεται το επιβατικό τρένο.
Παρά την τραγικότητα των συνθηκών, ο Σπύρος εξηγεί ότι οι επιζήσαντες επέδειξαν πρωτοφανή ψυχραιμία. Όλοι πήγαιναν μαζί και καθένας περίμενε τη σειρά του για να σκαρφαλώσει και να κατέβει από την πλατφόρμα. Κάπου εκεί, ένιωσε την ανάγκη να ενημερώσει τους δικούς του ανθρώπους ότι είναι ζωντανός. «Πήρα πρώτα την κοπέλα μου, της είπα ότι εκτροχιάστηκε το τρένο. Κατάλαβε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά. Μετά πήρα τον πατέρα μου του είπα τα ίδια, τους καθησύχασα ότι είμαι καλά. Δεν θυμάμαι ακριβώς τί είπαμε στο τηλέφωνο». Κάποιοι επιβάτες έριξαν τον συρμάτινο φράχτη δίπλα στις γραμμές και ξεκίνησαν να σκαρφαλώνουν το ανάχωμα που έβγαζε στην εθνική οδό.
Όπως περιγράφει, «εκεί υπήρχαν ήδη διασώστες και όταν λέω “ήδη” εννοώ ότι η σύγκρουση έγινε 11:20 περίπου. Εγώ έχω την κλήση με την κοπέλα μου στις 11:26. Εκείνη την ώρα ήδη είχαν έρθει οι διασώστες. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ήταν εκεί τόσο γρήγορα. Ανεβαίναμε σιγά σιγά. Υπήρχαν άνθρωποι με πάρα πολλά αίματα στο κεφάλι. Κορίτσια να ουρλιάζουν “θα πεθάνει, βοηθήστε τον”. Όσοι μπορούσαν να βοηθήσουν βοηθούσαν. Κατέβαιναν οι διασώστες να βοηθήσουν. Μας πέταξαν ένα χοντρό καλώδιο για να ανέβουμε. Όταν ανέβηκα, μου πήραν τη βαλίτσα που είχα στα χέρια».
Όταν πλέον κατόρθωσαν να ανέβουν στον δρόμο και ήταν πια στα χέρια του ΕΚΑΒ, της πυροσβεστικής και των διασωστών, ο Σπύρος έκανε την πρώτη μακάβρια σκέψη, που έμελλε να αποτελέσει την συνειδητοποίηση ότι το εν λόγω ατύχημα, πρόκειται για ένα πολύνεκρο δυστύχημα.
«Αυτό που με σύγχισε πάρα πολύ ήταν πως όταν ανέβηκα πάνω, εκεί ήταν 50 άτομα το πολύ και εκεί αναρωτήθηκα που είναι οι άλλοι. Το τρένο ήταν γεμάτο και δεν ήξερα τι είχε συμβεί αλλά βλέποντας από πάνω τα άλλα βαγόνια, έβλεπες ότι τα υπόλοιπα είναι στις ράγες. Αναρωτιόμουν γιατί δεν έχουν βγει, πού είναι οι υπόλοιποι, τί κάνουν; Ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχε γίνει σύγκρουση», σημειώνει.
Εκείνη την ώρα ο Σπύρος αποφασίζει να τραβήξει το παρακάτω βίντεο το οποίο και μας παραχώρησε για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. Στο τέλος βλέπω τη μηχανή και εκεί λέω εντάξει εδώ έχουμε νεκρούς πολλούς. Όταν είδα το μπροστινό βαγόνι σε αυτή την κατάσταση κατάλαβα πρώτα απ’ όλα ότι εκεί μέσα έχει νεκρούς, ήταν φλεγόμενο…ναι…Είχαν έρθει πυροσβέστες, ρίξανε νερό με τη μάνικα αλλά δεν έφτανε μέχρι τη φωτιά και μάλλον κατέβηκαν για να τη σβήσουν, οπότε αναγκαστικά καθυστέρησαν στην κατάσβεση», θυμάται.
Εν συνεχεία επιβιβάστηκε σε ένα από τα λεωφορεία που είχαν έρθει και μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί πήρε το δεύτερο ασθενοφόρο – καθώς το πρώτο ήταν για τους πιο βαριά τραυματισμένους – και μεταφέρθηκε στο ΑΧΕΠΑ για εξετάσεις. Εκεί παρέμεινε σε ένα κρεβάτι μέχρι τις 4:30 το πρωί και υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων. Έκανε δύο ράμματα στο κεφάλι και η σύντροφός του, που στο μεταξύ είχε έρθει από την Αθήνα στο νοσοκομείο για να είναι κοντά του, υπέγραψε για να βγει, αφού ο ίδιος πέρα από κάποιους λίγους πόνους ένιωθε καλά στην υγεία του. Περιγράφοντας την κατάσταση στο νοσοκομείο λέει πως «στο νοσοκομείο γινόταν χαμός. Ήταν γεμάτο με τραυματίες». Εν συνεχεία πήγε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, κοιμήθηκε 2-3 ώρες και ξεκίνησε με αυτοκίνητο για την Αθήνα, όπου έκλεισε ραντεβού με ορθοπεδικό.
«Τώρα αρχίζω και συνειδητοποιώ που ακριβώς πονάω», μας λέει.
«Τυχερός μέσα στην ατυχία μου…δεν έχω απορίες για το τί έγινε»
Αναφερόμενος στις σκέψεις που έκανε ο Σπύρος όλες αυτές τις δραματικές ώρες, ο ίδιος λέει πως «έκανα πολλές σκέψεις όλες αυτές τις ώρες. Σκεφτόμουν σίγουρα ότι υπάρχουν πολλοί νεκροί, κάτι που δεν σκεφτόμουν όσο βρισκόμουν μέσα στο βαγόνι. Σκεφτόμουν πόσο τυχερός είμαι που ζω ακόμα. Σκεφτόμουν όλο το σκηνικό που ζήσαμε και πόσο παράδοξο είναι που συνέβη κάτι τέτοιο. Δεν το περίμενε κανένας. Κάπου είχα δει ότι τα τελευταία δευτερόλεπτα, περνάει ολόκληρη η ζωή μπροστά από τα μάτια σου και εκείνες τις ώρες σκεφτόμουν “αλήθεια είμαι ακόμα ζωντανός;”, “μήπως αυτές είναι απλά κάποιες σκέψεις που έχω;”. Δεν το πίστευα ότι μετά από ένα τέτοιο ατύχημα είμαι ακόμα ζωντανός».
Πλέον ο Σπύρος έχει συνειδητοποιήσει πλήρως όπως μας λέει τι ακριβώς έχει συμβεί και αισθάνεται ιδιαίτερα τυχερός που είναι ακόμα ζωντανός και δεν τραυματίστηκε βαριά. «Αισθάνομαι ότι είμαι πάρα μα πάρα πολύ τυχερός που ζω ακόμα, που δεν έχω τραυματιστεί βαριά να έχω εγκαύματα παντού, να έχω χάσει κάποιο μέλος του σώματος μου. Αισθάνομαι τυχερός μέσα στην ατυχία μου».
Δεν ρωτά «γιατί», δεν έχει απορίες. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «ξέρουμε τι έγινε, δεν έχω απορίες πλέον, μου λύθηκαν οι απορίες». Ίσως ωστόσο όπως λέει να παραμένουν όμως κάποια ερωτηματικά. «Πώς σε αυτή τη χώρα, άφησαν να γίνει κάτι τέτοιο, πως σε αυτή τη χώρα δεν είχαν μια δικλείδα ασφαλείας και όχι μόνο εδώ, σε οποιαδήποτε χώρα. Πώς σε ένα μέσο που κουβαλάει τόσους ανθρώπους όλα να στηρίζονται σε έναν άνθρωπο. Αυτή είναι η απορία μου».
«Ο σταθμάρχης θα γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος»
Σε ό,τι αφορά τις ευθύνες ο ίδιος δεν εντοπίζει το βάρος στον σταθμάρχη. «Για μένα δεν φταίει ο σταθμάρχης. Το ανθρώπινο λάθος θα μπορούσε να έχει συμβεί από τον οποιονδήποτε. Δεν είναι όμως δυνατόν να αφήνουμε τη μοίρα ενός τρένου, ενός μέσου που κουβαλάει τόσες ανθρώπινες ζωές να στηρίζεται από έναν άνθρωπο. Ο Σπύρος τονίζει ότι οι υπεύθυνοι για την τραγωδία στα Τέμπη είναι πάρα πολλοί. «Από αυτόν που έδωσε τη διαχείριση σε αυτή την εταιρεία, η οποία είχε ήδη άλλα δυστυχήματα, από αυτόν που έχει την εταιρεία και οποιονδήποτε υπεύθυνο για οτιδήποτε σχετίζεται με τα συστήματα ασφαλείας, όπως την έλλειψη του gps ή το ότι το άφησαν μόνο σε έναν άνθρωπο».
Εξηγεί ότι εν τέλει ο σταθμάρχης είναι τελευταίος στην αλυσίδα ευθυνών. «Ο τελευταίος είναι ο σταθμάρχης που εντάξει θα γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος. Γιατί πρέπει όλα να τα ρίξουν σε κάποιον. Είναι από πάνω άλλοι που δεν μπορούν να φάνε το φταίξιμο».
Σχολιάζοντας την παραίτηση του – πρώην πλέον – υπουργού Μεταφορών, Κωνσταντίνου Αχιλλέα Καραμανλή υποστήριξε πως «εννοείται ότι έπρεπε να παραιτηθεί. Ήταν υπουργός Μεταφορών και είχε τρεισήμισι χρόνια να αλλάξει την κατάσταση. Προφανώς δεν ήταν ικανός και γι’ αυτό παραιτήθηκε. Πάλι καλά που παραιτήθηκε γιατί άλλοι δεν παραιτούνται. Δεν έχει μόνο αυτός την ευθύνη αλλά δεν είναι ότι δεν έχει και καμία σίγουρα».
«Σκέφτομαι μόνο όσους δεν τα κατάφεραν»
Ο Σπύρος πια είναι ασφαλής στην αγκαλιά των δικών του ανθρώπων. Τα τραύματά του τελικά θα επουλωθούν και το ατύχημα στα Τέμπη θα παραμείνει για τον ίδιο μια κακή ανάμνηση. Αυτό όμως δεν ισχύει για όλους τους επιβάτες του μοιραίου τρένου.
Ο νους του βρίσκεται μόνο «σε όσους δεν τα κατάφεραν, όσους θρηνούν τους δικούς τους, όσους έχουν τραυματιστεί σοβαρά και έχει αλλάξει η ζωή τους για πάντα είτε σωματικά είτε ψυχολογικά ίσως. Μέσα δεν είχα κάποιον φίλο. Ήταν μόνο μια συμφοιτήτριά μου από την οδοντιατρική σε άλλο μεταπτυχιακό, την οποία δεν γνώριζα προσωπικά. Αυτή ακόμα αγνοείται αλλά σίγουρα…
»Αυτή τη στιγμή δεν θα έπαιρνα ξανά τρένο, δεν αισθάνομαι έτοιμος. Μέχρι και το αεροπλάνο που θα πάρω για να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, το φοβάμαι. Θα το πάρω αλλά θα έχω το μυαλό μου παραπάνω ότι «κοίτα, είσαι κάπου που δεν ελέγχεις εσύ τι γίνεται», αναφέρει
«Θα ήθελα οι μεταφορές να εκσυγχρονιστούν»
Τα όσα έγιναν ευρέως γνωστά αυτές τις μέρες εκ των υστέρων από την πλειάδα δημοσιευμάτων και ρεπορτάζ, αναφορικά με τις τεράστιες ελλείψεις και παραλείψεις στο σιδηροδρομικό δίκτυο και στα τρένα είχαν αναδειχθεί με σειρά νήξεων από τα σωματεία των εργαζομένων των σιδηροδρόμων. Οι ίδιοι καταγγέλλουν ότι κάθε φορά που έκαναν απεργία απαιτώντας ενίσχυση των μέτρων ασφάλειας στον ελληνικό σιδηρόδρομο, τους πήγαιναν στα δικαστήρια για να βγάλουν τις απεργίες τους παράνομες και καταχρηστικές, με πάλι τους ίδιους να προειδοποιούν για δυστύχημα που ερχόταν.
Ο Σπυρος όντας ένας πλέον εκ των επιζώντων σημειώνει πως «θα ήθελα οι μεταφορές να εκσυγχρονιστούν. Να μη συμβεί ξανά κάτι τέτοιο, δεν είναι δυνατόν. Ελπίζω να τους ταρακουνήσει αυτό που συνέβη». Σε σχέση με τα διαχρονικά προβλήματα στον σιδηρόδρομο παραθέτοντας τη δική του εμπειρία περιγράφει πως «την πρώτη φορά που πήρα το τρένο μου φάνηκε πως ένα μέσο που έχει εξελιχθεί πλέον τόσο πολύ είναι τόσο πίσω σε αυτή τη χώρα, σε μια διαδρομή που συνδέει τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας.
» Από πού να το πιάσω, από τον σταθμό που δεν υπήρχε πίνακας που να σου λέει ποιο είναι το τρένο που παίρνεις και να πρέπει να βγει ανακοίνωση 5 λεπτά πριν από μεγάφωνο. Μετά το ίδιο το τρένο που είναι ένα πάρα πολύ κακό τρένο. Βλέπεις σε άλλες χώρες της Ευρώπης το σιδηροδρομικό δίκτυο και είναι σαν συρματόπλεγμα που ενώνει όλες τις πόλεις και βλέπεις την Ελλάδα, μια γραμμή εδώ, μια γραμμή εκεί και λες τώρα αυτό είναι το δίκτυο της Ελλάδας; Από την άλλη πλευρά η ταχύτητα που είναι μάξιμουμ 160 χιλιόμετρα αλλά λες και πάλι καλά που είναι τόσο, γιατί αν ήταν παραπάνω δεν θα ζούσε ίσως και κανένας. Από βαγόνι σε βαγόνι βλέπεις κάτω τις ράγες, έχει κενό. Πρέπει να πατήσεις σε δύο σίδερα. Εγώ αποφεύγω να πατήσω σε αυτά γιατί λες και αν φύγει και αν υποχωρήσει;».