Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, οι διαφορές μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας μειώνονται, ενώ σε πολλούς τομείς της ζωής φαίνεται να υπάρχει σύγκλιση. Σύμφωνα με στοιχεία του ιδρύματος Gallup, από τα 53 βασικά δημογραφικά και κοινωνικά δεδομένα, 18 δείκτες έδειξαν σύγκλιση και μόνο 6 απέκλιναν μεταξύ 2008-2010 και 2022-2024.
Ενώ παραμένουν οικονομικές, πληθυσμιακές και πολιτικές διαφορές, όπως οι χαμηλότεροι μισθοί και η αυξημένη υποστήριξη στο ακροδεξιό κόμμα AfD στην πρώην Ανατολική Γερμανία, φαίνεται το χάσμα να μικραίνει σε δείκτες όπως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, η εμπιστοσύνη σε και ικανοποίηση από θεσμούς όπως η αστυνομία, ο στρατός κ.λπ.. Οι Ανατολικογερμανοί αποδεικνύονται πιο γενναιόδωροι σε χρήμα όσο και φιλοξενία, έχοντας μάλιστα καλύψει τη διαφορά της αντιλαμβανόμενης ευημερίας (41% έναντι 40% των Δυτικογερμανών το 2022-2024, από 31% και 42% αντίστοιχα το 2018-2010). Αναλυτικά τα ευρήματα εδώ.
Παρά τα όποια σημεία απόκλισης, παρατηρεί η Gullop, το «τείχος στο μυαλό» (Μauer im Kopf) -όρος που συνόψισε τις αβυσσώδεις πολιτισμικές, πολιτικές και ψυχολογικές διαφορές των Γερμανών Ανατολής και Δύσης- «γκρεμίζεται» σταθερά, με τις κοινές απόψεις να ενισχύουν την κοινωνική συνοχή της ενωμένης Γερμανίας.
Ικανοποίηση από τη ζωή
«Υπάρχει πολύ μικρή διαφορά μεταξύ των κατοίκων της ανατολικής και της δυτικής Γερμανίας ή των κατοίκων αγροτικών και αστικών περιοχών όταν αξιολογούν την ποιότητα ζωής τους» σχολιάζουν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ιένας (Friedrich-Schiller-Universität Jena για τα ευρήματα της ετήσιας επιστημονικής μελέτης Germany Monitor 2023 (Deutschland-Monitor 2023) για τις κοινωνικές και πολιτικές θέσεις και εκτιμήσεις του γερμανικού πληθυσμού.
Αν και το στεγαστικό, η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και η αυξανόμενη διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών θεωρούνται βασικά προβλήματα σε αστικές όσο και αγροτικές περιοχές, οι κάτοικοι της ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούν αισθάνονται ότι μένουν πίσω (19% έναντι 8%). Η απογοήτευση των Ανατολικογερμανών μπορεί ακόμα να εξηγηθεί από την υποεκπροσώπηση σε ηγετικές θέσεις στη Γερμανία, όπως στο δικαστικό σώμα και τις επιχειρήσεις, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2023.
Σύμφωνα με την Marion Reiser, πολιτική επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, το αίσθημα αυτό τους απομακρύνει από τη δημοκρατία και τους ωθεί στην αγκαλιά των λαϊκιστικών κομμάτων: 4 στους 10 από τη δυτική Γερμανία (40%) και περισσότεροι από τους μισούς στην ανατολική (56%) δήλωσαν δυσαρεστημένοι με τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας.
Εντούτοις, σύμφωνα με επιστημονική δημοσίευση του περασμένου Ιουνίου στο Applied Research in Quality of Life για το μοτίβο εξέλιξης της ικανοποίησης από τη ζωή στα 5 και 30 χρόνια από την επανένωση (1990-2019), οι Ανατολικογερμανοί και όσοι μετακινήθηκαν στη Δύση είχαν μικρότερη σταθερότητα, γεγονός που αντανακλά τις άμεσες κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις μετά την επανένωση. Τα μακροπρόθεσμα δεδομένα έδειξαν για την ομάδα έδειξαν μεγαλύτερες πιθανότητες για αύξηση της ικανοποίησης από τη ζωή, σε αντίθεση με τους μετανάστες από δυτική προς ανατολική Γερμανία, που κινήθηκαν πτωτικά στους δείκτες ικανοποίησης, λόγω, πιθανώς, της προσαρμογής στις συνθήκες διαβίωσης της Ανατολικής Γερμανίας, σχολίασαν οι ερευνητές.
Ψυχική υγεία, νοσηρότητες και προσδόκιμο ζωής
Έρευνα του 2019 για τα 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους στο Journal of Health Monitoring συμπέρανε ότι ο επιπολασμός ψυχικών διαταραχών κυμαίνεται στο 27,7% του συνόλου των Γερμανών 18 έως 79 ετών. Οι διαφορές μεταξύ των ομόσπονδων κρατιδίων της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας ήταν «μάλλον μικρές», σύμφωνα με τους ερευνητές. Το 36,6% των γυναικών της Ανατολικής Γερμανίας έχει διαγνωστεί με κάποια ψυχική διαταραχή και το 33,7% των γυναικών της Δυτικής. Αντίστοιχα για τους άνδρες, ήταν 20,4%, και 23%. Ειδικά για την κατάθλιψη, ήταν συχνότερη στη Δυτική Γερμανία (10,3%) έναντι της Ανατολικής (9,1%), γεγονός που οι ερευνητές απέδωσαν στις περισσότερες διαθέσιμες υπηρεσίες ψυχικής υγείας στη Δύση.
Τα αποτελέσματα αναφορικά με καταστάσεις υγείας και συνήθειες σχετιζόμενες με αυτή καθώς και το προσδόκιμο ζωής έδειξαν:
- Προσδόκιμο ζωής: Μετά την επανένωση, το προσδόκιμο ζωής ήταν 77,2 έτη για τις γυναίκες της Ανατολικής Γερμανίας και 79,5 έτη για της Δυτικής, και για τους άνδρες 69,9 και 73,1 έτη αντίστοιχα. Μέχρι το 2015, το προσδόκιμο ζωής των γυναικών της Ανατολικής Γερμανίας ξεπέρασε ελαφρώς της Δύσης, ενώ των ανδρών παρέμεινε κατά ένα χρόνο χαμηλότερο.
- Καρδιαγγειακά νοσήματα: Ο επιπολασμός των καρδιαγγειακών νοσημάτων ήταν 13% στην Ανατολική Γερμανία (συμπεριλαμβανομένου του Βερολίνου) έναντι 11,7% στη Δύση. Η καρδιαγγειακή θνησιμότητα στην Ανατολική Γερμανία ήταν 1,52 φορές υψηλότερη για τις γυναίκες και 1,44 για τους άνδρες το 1990, ενώ μειώθηκε σε 1,18 και 1,24 μέχρι το 2016. (Μελέτη που παρουσιάστηκε το 2020 στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας έδειξε περισσότερες νοσηλείες λόγω καρδιακής ανεπάρκειας στην Ανατολική Γερμανία, «πιθανώς λόγω του ότι παράγοντες κινδύνου όπως η υπέρταση, ο διαβήτης και η παχυσαρκία είναι πολύ πιο συχνές εκεί», κατά τους ερευνητές).
- Καρκίνος: Η επίπτωση του καρκίνου το 2014 ήταν 227.000 περιστατικά για τις γυναίκες και 249.000 για τους άνδρες. Οι γυναίκες στη Δυτική Γερμανία και οι άνδρες στην Ανατολική είχαν υψηλότερη συνολική επίπτωση καρκίνου. Ειδικά για τον καρκίνο του πνεύμονα ήταν σημαντικά χαμηλότερα για τις γυναίκες και υψηλότερα για τους άνδρες της Ανατολικής Γερμανίας.
- Υποκειμενική υγεία: Τη δεκαετία του 1990, η πλειοψηφία (πάνω από 60%), και οι δύο πλευρές αξιολογούσαν την υγεία τους ως «καλή» ή «πολύ καλή». Βελτιώσεις σημειώθηκαν ανάμεσα στις ηλικίες 55-79 ετών, ιδίως στους Δυτικογερμανούς, γεγονός που δείχνει μεγαλύτερο χάσμα Ανατολής-Δύσης μεταξύ των ηλικιωμένων ανδρών.
- Παχυσαρκία: Τα πρώτα στοιχεία μετά την επανένωση έδειξαν σημαντικά υψηλότερη παχυσαρκία στην Ανατολή. Πρόσφατα αυτοαναφερόμενα στοιχεία (2017) δείχνουν ποσοστά άνω του 20% σε ανατολικά κρατίδια όπως το Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία και η Θουριγγία, με χαμηλότερα επίπεδα σε πόλεις-κράτη όπως το Βερολίνο και το Αμβούργο.
- Σωματική αδράνεια: Μετά την επανένωση, η αδράνεια κυμαινόταν στο 49,2% στους άνδρες της Ανατολικής Γερμανίας και 41% στη Δύση και στις γυναίκες στο 58,7% και 50,3% αντίστοιχα. Σήμερα, η συμμετοχή σε αθλητικούς συλλόγους παραμένει χαμηλότερη στην Ανατολή (13-18%) σε σύγκριση με το 34-37% της Δύσης.
Αναδρομή στην ασθένεια των τειχών
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 έφερε την «ελευθερία», όχι όμως και τη λύτρωση από το ψυχολογικό βάρος. Η ασθένεια των τειχών ή «Mauerkrankheit», όρος που εισήγαγε ο Ανατολικογερμανός ψυχίατρος Δρ Dietfried Mueller-Hegemann, περιέγραφε τα ψυχολογικά συμπτώματα που βίωναν πολλοί Ανατολικογερμανοί λόγω του εγκλωβισμού τους από το τείχος.
Περιπτώσεις όπως αυτή μιας 40χρονης πωλήτριας που δεν μπορούσε να κλείσει το σαγόνι της -ήταν παγιδευμένη στη μία πλευρά του τείχους, ενώ ο σύζυγός της ζούσε στην άλλη-, ενός 31χρονου οδοντιάτρου που έψαχνε στο λιμάνι πλοίο για την Κίνα και μιας μοδίστρας που πίστευε ότι την καταδιώκουν λεσβίες, καθώς και πάνω από 100 άτομα με κατάθλιψη, παρανοϊκές ιδέες, ακόμα και αυτοκτονικές τάσεις, ήταν για τον Δρ. Mueller-Hegemann αποτέλεσμα «μιας ιδιαίτερα καταθλιπτικής πραγματικότητας μετά την ανέγερση του τείχους το 1961».
Η συγγραφέας Jessica Wapner στο βιβλίο της Wall Disease: The Psychological Toll of Living Up Against a Border (2020), σημειώνει: «τα συμπτώματα της ασθένειας του τείχους περιλάμβαναν την αίσθηση του εγκλωβισμού και της απομόνωσης από τους φίλους και την οικογένεια. Ανάμεσα στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, που προέρχονταν από το Τείχος του Βερολίνου, συγκαταλέγονταν η ψύχωση, η σχιζοφρένεια και προβλήματα συμπεριφοράς, όπως ο αλκοολισμός, θυμός, απελπισία, κατάθλιψη και αυτοκτονία».
Σήμερα, για πολλούς «η κληρονομιά του Mauerkrankheit συνεχίζεται». «Είδα τους πάσχοντες από την ασθένεια στην Παλαιστίνη, την Κύπρο, το Μπέλφαστ και κατά μήκος των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού» αναφέρει ο Καναδός συγγραφέας Marcello Di Cintio. Στη Βόρεια Ιρλανδία, η Aideen Maguire, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο Queen’s στο Μπέλφαστ, σε έρευνά της το 2016, διαπίστωσε ότι όσοι διαβιούν κοντά στα τείχη, όπως αυτό της Ειρήνης στο Μπέλφαστ, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά (19%) και αγχολυτικά (39%) φάρμακα.