Η Γερμανία σχεδιάζει να συστήσει ένα κρατικό ταμείο αξίας μεταξύ 500 εκατ. και 1 δισ. ευρώ, προκειμένου να στηρίξει την εξόρυξη πρώτων υλών που είναι κρίσιμης σημασίας για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης της χώρας, όπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Το ύψος της χρηματοδότησης είναι περίπου το ήμισυ απ’ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί, γεγονός που αντανακλά τους νέους περιορισμούς στις δαπάνες καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να συγκρατήσει τον προϋπολογισμό της για το επόμενο έτος. Πηγές που επικαλέστηκε το Bloomberg τον Απρίλιο υπολόγιζαν το ποσό του ταμείου γύρω στα 2 δισ. ευρώ.
Η Ευρώπη θέλει να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα για βασικά εμπορεύματα, διαφοροποιώντας τις αλυσίδες εφοδιασμού και συνεργαζόμενη στενότερα με άλλες χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ενωση αναμένει ότι η πράσινη και η ψηφιακή της μετάβαση θα οδηγήσουν σε σταδιακή αύξηση της ζήτησης για κρίσιμα μέταλλα και ορυκτά, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται σε φωτοβολταϊκές κυψέλες, ανεμογεννήτριες και ηλεκτρονικό εξοπλισμό.
«Συζητάμε την επιλογή χρήσης μετοχικού κεφαλαίου», δήλωσε ο Χάμπεκ σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο έπειτα από συνάντηση με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ και τον Ιταλό υπουργό Βιομηχανίας Αντόλφο Ούρσο. Η Γερμανική Τράπεζα Ανάπτυξης, KfW, θα μπορούσε να συμμετάσχει σε έργα ή ακόμη και να αποκτήσει μερίδια, συμπλήρωσε.
Το υπουργείο Οικονομίας έχει οριστικοποιήσει την ιδέα, όμως δεν έχει καταλήξει ακόμη σε συμφωνία με άλλα υπουργεία. Ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, θέλει να περικόψει τον προϋπολογισμό του 2024 κατά 20 δισ. ευρώ, με μειώσεις των δαπανών σε όλα τα τμήματα εκτός από την άμυνα. Ο Χάμπεκ είπε ότι η Γερμανία πρέπει να μπορεί να προσφέρει παρόμοια χρηματοδοτικά μέσα με εκείνα που είναι διαθέσιμα στη Γαλλία ή στην Ιταλία, προειδοποιώντας ότι «διαφορετικά, οι γερμανικές εταιρείες θα είναι σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων».
Στη νομοθετική πράξη περί κρίσιμων πρώτων υλών, που υιοθετήθηκε το Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να εξάγουν το 10% των κρίσιμων πρώτων υλών που χρειάζεται η Ε.Ε. στην εγχώρια αγορά έως το 2030.
(από την εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”)