Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Λίγες μέρες προτού συμπληρωθούν δύο χρόνια από την τραγωδία των Τεμπών, το θέμα σχεδόν μονοπωλεί την επικαιρότητα με τρόπο που μάλλον ουδείς περίμενε όταν μπαίναμε στο 2025 – και σίγουρα δεν το περίμενε η κυβέρνηση. Αν δεν είχε προκύψει η σεισμική ακολουθία στις Κυκλάδες, τότε θα ήταν σχεδόν το μόνο ζήτημα συζήτησης στην ελληνική κοινωνία και αναγκαστικά στα ελληνικά ΜΜΕ.
Το πολιτικό προσωπικό της χώρας επίσης έχει προσαρμοστεί: μετά από ένα διάστημα όπου ακόμα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν περίπου ξεχάσει τα Τέμπη, πλέον έχουν ρίξει όλο το βάρος τους εκεί. Με παλινωδίες και υπερβολές ενδεχομένως, πάντως με μεγάλη ένταση που πιέζει την ήδη πιεσμένη από τα δικά της λάθη κυβέρνηση. Την μεγάλη πίεση βέβαια την ασκούν οι γονείς των θυμάτων και η κοινωνία. Και είναι εξαιρετικά χρήσιμο που η κυβέρνηση πιέζεται, διότι αυτός είναι μάλλον και ο μόνος τρόπος να μάθουμε, αν μάθουμε, μέρος της αλήθειας σχετικά με την τραγωδία και την εμπορική αμαξοστοιχία.
Ασφαλώς, όσο περισσότερος ντόρος σηκώνεται γύρω από ένα θέμα, τόσο δυσκολότερο γίνεται να το παρακολουθήσεις. Αποκαλύψεις και “αποκαλύψεις”, εμπειρογνώμονες και “εμπειρογνώμονες”, βίντεο ξεχασμένα σε συρτάρια επί διετία, κόντρες, προκαταλήψεις, βεβαιότητες, ανακοινώσεις μέχρι και από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τείνουν να δημιουργήσουν ένα αξεδιάλυτο κουβάρι που μπλέκει όλο και περισσότερο μια ευθύς – εξαρχής μπερδεμένη κατάσταση (ή μια κατάσταση που “μπερδεύτηκε” ηθελημένα, με στόχο ακριβώς αυτό: να μη βγαίνει εύκολα άκρη).
Σε πολιτικό επίπεδο, η κουβέντα έχει “κολλήσει” σε πράγματα σημαντικά μεν, μα όχι και τα σημαντικότερα: στο αν ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Τασούλας όφειλε να γνωστοποιήσει στη Βουλή τα συμπληρωματικά στοιχεία της δικογραφίας που εμπλέκουν τον κ. Τριαντόπουλο στο μπάζωμα του τόπου του δυστυχήματος (όφειλε), αν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης γνώριζαν για αυτά τα στοιχεία (κατά πάσα πιθανότητα γνώριζαν) και δεν έκαναν τίποτα, αν το πλημέλλημα της παράβασης καθήκοντος είναι επαρκής λόγος σύστασης προανακριτικής (είναι).
Και σε κοινωνικό/μιντιακό επίπεδο η κουβέντα έχει “κολλήσει” στην ανάλυση βίντεο: είναι ή όχι αυθεντικά, επιβεβαιώνουν ή όχι ότι η εμπορική αμαξοστοιχία δεν κουβαλούσε εύφλεκτο φορτίο, γιατί εμφανίστηκαν ξαφνικά, μπορεί να αποδειχθεί η γνησιότητά τους;
Κατανοητά και κρίσιμα όλα τα παραπάνω.
Είναι καίριο και για την υπόθεση και για τους γονείς των θυμάτων μα και για την ποιότητα της δημοκρατίας μας να μάθουμε αν υπήρξε συγκάλυψη, τι πραγματικά συνέβη με την εμπορική αμαξοστοιχία, που οφείλονται όλες αυτές οι παραλήψεις που έρχονται κάθε μέρα στο φως, τι προκάλεσε το “μανιτάρι” που έχουμε δει όλοι.
Είναι εξίσου καίριο να μην χαθεί εντελώς από την κουβέντα η αρχική αιτία του κακού: η απαξίωση του ελληνικού σιδηροδρόμου, η τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, οι συνέπειες της κακής ιδιωτικοποίησής του, η διαχρονική διαφθορά και η απίστευτη κακοδιαχείριση που προκάλεσαν την κατάντια του.
Είναι καίριο, μέσα σε όλα τα άλλα που ρωτάμε την σημερινή κυβέρνηση, να επιμείνουμε και στα ερωτήματα για την αδυναμία ολοκλήρωσης της σύμβασης 717 και τις τραγικές ελλείψεις που οδήγησαν στα Τέμπη. Και βέβαια, είναι καίριο, να ρωτήσουμε με επιμονή τι έχει γίνει από τον Φεβρουάριο του 2023 μέχρι σήμερα για να αυξηθεί η ασφάλεια των τρένων, να βελτιωθεί η κατάσταση του ελληνικού σιδηροδρόμου, να “σπάσει” το απόστημα και να αλλάξει το μοντέλο της κάκιστης, πελατειακής δημόσιας διοίκησης που κατατρώει τα σωθικά και των τρένων και της χώρας.
Ο καθένας μπορεί να αξιολογεί τα παραπάνω άρα και το διακύβευμα των Τεμπών με διαφορετικό τρόπο. Πολύ φοβάμαι ότι δεν έχει μεγάλη σημασία.
Διότι τόσο στα ερωτήματα για την συγκάλυψη, όσο σε αυτά για την κατάσταση των τρένων πριν και μετά τα Τέμπη, οι απαντήσεις προς το παρόν είναι οι ίδιες: μισόλογα και υπεκφυγές.