Τρεις εκλογικοί μήνες έκλεισαν για τη Γαλλία με τον χθεσινό β’ γύρο των εκλογών για την Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Τα αποτελέσματα χρήζουν πολλών αναλύσεων για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, ωστόσο, το προφανές και αδιαμφισβήτητο είναι ότι η περίοδος της δεύτερης διακυβέρνησης Μακρόν δεν ξεκινά με τους καλύτερους οιωνούς αφού έχασε την απόλυτη πλειοψηφία που διέθετε, μην μπορώντας η συμμαχία που υποστήριζε στις βουλευτικές εκλογές να πιάσει τον πολυπόθητο αριθμό των 289 εδρών που απαιτούνται. Τα δημοσιεύματα στον γαλλικό και ευρωπαϊκό τύπο μιλούν για σοκ προσθέτοντας το δεδομένο της αντιπροσώπευσης ρεκόρ που θα έχει το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν στην επόμενη εθνοσυνέλευση, ενώ και η αναρρίχηση της Ενωμένης Αριστεράς (NUPES) του Ζαν-Λυκ Μελανσόν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης σηματοδοτεί μια σημαντική πολιτική αλλαγή.
Το ερώτημα μετά από πέντε χρόνια Προεδρίας Μακρόν ή «μακρονία» όπως αποκαλείται, γιατί μετά από διθυράμβους για την επικράτηση της μετριοπάθειας του «Κέντρου» απέναντι στα άκρα φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι βασικοί ερμηνευτικοί άξονες. Ο πρώτος είναι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Ο Πρόεδρος Μακρόν εφάρμοσε εξαιρετικά σκληρή για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα οικονομική πολιτική που έχει προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια. Η απελευθέρωση της οικονομίας προς όφελος των αγορών και των τραπεζών δημιούργησε την εικόνα ενός ηγέτη ο οποίος δεν αφουγκράζεται τα προβλήματα της κοινωνίας. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι επί της πρώτης του θητείας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε, παρά τα ιδεολογικο-πολιτικά του αδιέξοδα το μεγαλύτερο κίνημα αμφισβήτησης αυτών των πολιτικών, τα «κίτρινα γιλέκα». Ακρίβεια, απολύσεις και μείωση των δαπανών για κοινωνικές πολιτικές εκτόξευσαν την αγανάκτηση.
Ο δεύτερος άξονας, που μάλλον προηγείται του πρώτου, είναι ότι ο Εμανουέλ Μακρόν και αυτοί που αυτοαποκαλούνται «Ακραίο Κέντρο» πίστεψαν στην απόλυτη αντικατάσταση της πολιτικής διακυβέρνησης από τη διαχείριση και στην υποταγή της πολιτικής στην οικονομία. Η απουσία του όποιου ιδεολογικού πλαισίου στην πολιτική στρατηγική και πρακτική, οδήγησε την κοινωνία στο αίσθημα της εγκατάλειψης ως βορά στα νύχια των τραπεζών και των αγορών, κατάσταση που μπορούσε και εν μέρει οδήγησε σε ανεξέλεγκτες κοινωνικές εντάσεις, με τον κίνδυνο μόνιμης διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Αν σε αυτό προστεθούν η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε την εκρηκτικότητα του κοινωνικού κοκτέιλ.
Τέλος, και σε συνδυασμό με τα παραπάνω, ήταν ο επικίνδυνος συμψηφισμός μεταξύ άκρας Δεξιάς και Αριστεράς που εκδηλώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο στον δεύτερο γύρο των γαλλικών βουλευτικών εκλογών, όταν ο συνασπισμός κομμάτων που υποστήριζε ο Γάλλος Πρόεδρος δεν έδωσε γραμμή υπέρ των υποψηφίων της Ενωμένης Αριστεράς, στις περιφέρειες που αναμετρώνταν με τους ακροδεξιούς υποψηφίους, κάτι που έκανε ο Μελανσόν στον β΄γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο Μακρόν υπήρξε θύμα της δικής του «αυτοκρατορικής» αντίληψης, λησμονώντας ότι στις δυτικές δημοκρατίες για να συνεχίσουν να υφίστανται πρέπει να «επιλέγεις» -στο βαθμό που δημοκρατικά περνάει από το χέρι σου- τον αντίπαλό σου. Εκτός αν δεν σε ενδιαφέρει η χώρα σου και ο λαός, κάτι δεν θέλουμε να πιστεύουμε για τον εν ενεργεία Γάλλο Πρόεδρο…