Από τη στιγμή που οι εμβολιασμοί φαντάζουν ως το ισχυρότερο όπλο που θα γύρει την πλάστιγγα του πολέμου με την πανδημία υπέρ της ανθρωπότητας, είναι λογικό να υπάρχει έντονο παρασκήνιο, ασφυκτικές πιέσεις και ένα θυελλώδες πολιτικό τοπίο σχετικά με την προμήθεια των εμβολίων.
Είναι εξάλλου η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία που τα κράτη έχουν τόσο μεγάλη εξάρτηση από ιδιωτικές εταιρίες, εν προκειμένω τις φαρμακοβιομηχανίες και οι συμφωνίες, εκτός από έναν χορό δισεκατομμυρίων, περιλαμβάνουν στρατηγικές, συμφωνίες και διπλωματικές προσεγγίσεις που θα κρίνουν την αφετηρία των οικονομιών στη μετά covid εποχή.
Σε αυτό το πλαίσιο οι ισχυροί παίκτες της παγκόσμιας σκακιέρας διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος και επιχειρούν να διαμορφώσουν υπέρ τους συσχετισμούς αναφορικά με την κατανομή και τη διάθεσή τους.
Καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες αγωνίζονται να επιταχύνουν τους εμβολιασμούς, βρίσκονται αντιμέτωπες με το δίλημμα σχετικά με το τι πρέπει να κάνουν για τα εμβόλια που παράγονται εντός της κοινότητας και εξάγονται σε περιοχές εκτός ΕΕ.
Η Ιταλία την περασμένη εβδομάδα «μπλόκαρε» τις εξαγωγές του εμβολίου της AstraZeneca στην Αυστραλία, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά έναν πρόσφατο κανονισμό της ΕΕ.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση της προέδρου της Κομισιόν ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει κουραστεί να είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος στο θέμα της αργής διάθεσης των εμβολίων».
Πρόκειται για δήλωση που έχει διπλή ανάγνωση. Αφενός είναι μία αμιγώς πολιτική τοποθέτηση ως απάντηση για τα λάθη που καταλογίζονται στην ηγεσία της Κομισιόν σχετικά με τα αντανακλαστικά και τους όρους των συμφωνιών με τις φαρμακοβιομηχανίες. Από την άλλη δίνει ένα στίγμα για πιο σκληρή στάση της ΕΕ σχετικά με τις παραλαβές εμβολίων.