Η συγχώρεση, το φως που πλημμυρίζει την καρδιά με βεβαιότητα, παραφράζοντας τα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου, είναι μια πράξη με «θεραπευτικές» ιδιότητες έναντι του ψυχικού πόνου και υπέρ της συναισθηματικής υγείας, όπως δείχνουν πλήθος ερευνών για διάφορες περιπτώσεις, από διαζευγμένες γυναίκες και άδικα φυλακισμένους έως γυναίκες που έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή επιθέσεων με οξύ.
Η συγχώρεση δεν είναι εύκολη, απαιτεί χρόνο και ρεαλιστικές προσδοκίες, κυρίως όμως προθυμία. Πολύ συχνά, για τους ανθρώπους που δυσκολεύονται να συγχωρήσουν λόγω περιστάσεων ή χαρακτήρα θα περισσέψουν χαρακτηρισμοί όπως ψυχροί, σκληρόκαρδοι ή μικρόψυχοι. Αλλοτε, θα τους απευθυνθούν καλοπροαίρετες παραινέσεις για συγχώρεση. Πρόκειται για πτυχές του ίδιου προβλήματος, ότι «πάρα πολλοί άνθρωποι μπερδεύουν τι είναι η συγχώρεση και μπορεί να πιέζουν τους άλλους να συγχωρήσουν», σύμφωνα τον Robert Enright, Ph.D., πιστοποιημένο ψυχολόγο και καθηγητή Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, εκ των κορυφαίων στην έρευνα περί τη συγχώρεση.
Σε πρόσφατο άρθρο του στο Psychology Today, ο δρ Enright απευθύνεται σε ανθρώπους με συσσωρευμένο θυμό και απογοήτευση από άδικες συμπεριφορές και πράξεις καθώς και στους επαγγελματίες ψυχικής υγείας που διαχειρίζονται τέτοιες περιπτώσεις. Στους πρώτους εξηγεί ότι η συγχώρεση απαιτεί πλήρη κατανόηση των συναισθημάτων τους, δεν προϋποθέτει επανασύνδεση με τα άτομα που τους πλήγωσαν, ούτε αναιρεί την άδικη πράξη· ο βαθύς πόνος μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για θεραπεία μόνο αν το επιλέξουν οι ίδιοι. Στους δεύτερους υπενθυμίζει ότι η συγχώρεση δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως μονόδρομος, αλλά ως επιλογή στο θεραπευτικό μονοπάτι.