Δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για να υλοποιηθούν όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων, προειδοποιεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας σε συνέντευξή του ότι προεκλογικά «πολλοί λένε πράγματα τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν» διότι «αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο».
«Δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για όλες τις εξαγγελίες»
Αναλυτικά, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ημερησία» και ερωτηθείς σχετικά με την ανοιχτή επιστολή προς τα τρία μεγάλα κόμματα του πρ. υπουργού Οικονομικών Αλέκου Παπαδόπουλου, ο οποίος προειδοποιεί για τις συνέπειες της διόγκωσης του κρατικού και του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει:
«Βρίσκομαι στη θέση αυτή για να προειδοποιώ, να κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, όποτε χρειάζεται, και να αποτρέπω, στο βαθμό που μου το επιτρέπει το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος, κάτι το οποίο έκανα κατά το παρελθόν, όπως γνωρίζετε, όταν το απαίτησαν οι συνθήκες. Οι αναλύσεις που γίνονται για τη δημοσιονομική πολιτική, και ειδικότερα αυτές της ΤτΕ, σε καμία περίπτωση δεν εξωραΐζουν τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναδειχθούν τα επιτεύγματα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Παράλληλα, οι αναλύσεις και παρεμβάσεις της ΤτΕ έχουν επισημάνει τους κινδύνους που ελλοχεύουν από το δημοσιονομικό λαϊκισμό λόγω της προεκλογικής περιόδου.»
Ο διοικητής της ΤτΕ σημειώνει ότι «σαφώς υπάρχει βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία», εξέλιξη που οφείλεται «στην υπεραπόδοση της οικονομίας, στη θετική επίπτωση του πληθωρισμού στους έμμεσους φόρους, αλλά και στην καλύτερη φορολογική συμμόρφωση μέσω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών». «Η πτώση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι σημαντική. Κρατώ αυτό που λέει ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, και είναι σωστό, ότι σε απόλυτα μεγέθη το χρέος αυξήθηκε. Αυτό, όμως, που μετράει είναι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το χρέος έχει μειωθεί σημαντικά.»
«Βεβαίως, έχουμε ακόμα το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Δεν έχουμε πάρει ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Δεν έχουμε πετύχει ακόμα πρωτογενές πλεόνασμα κυκλικά διορθωμένο 2% του ΑΕΠ για να εξασφαλίσουμε μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους», τονίζει ο κ. Στουρνάρας, επισημαίνοντας κατόπιν:
«Επομένως, δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα για να χωρέσουν όλες αυτές οι εξαγγελίες που γίνονται προεκλογικά. Βεβαίως, καταλαβαίνω ότι προεκλογικά πολλοί λένε πράγματα, τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, διότι, αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο. Πιστεύω ότι η νέα κυβέρνηση που θα εκλεγεί θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της χώρας και οι προγραμματικές δηλώσεις της θα είναι συνεπείς με τις συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας. Και επίσης ότι θα προτείνει τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις για να αυξηθεί ο δυνητικός ρυθμός αύξησης του εθνικού προϊόντος.»
Τα επιτόκια
Ο διοικητής της ΤτΕ «βλέπει» επίσης νέες αυξήσεις επιτοκίων εντός του 2023 και εκτιμά ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα εως το 2025, οπότε και αναμένεται να επιτευχθεί ο στόχος του πληθωρισμού που έχει θέσει η ΕΚΤ.
Συγκεκριμένα, για το θέμα των επιτοκίων αναφέρει ότι βρισκόμαστε κοντά στην κορύφωσή τους, ωστόσο, όπως είπε, δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτήν. «Δεν μπορούμε να πούμε ακόμα πόσες αυξήσεις θα γίνουν. Αυτό θα εξαρτηθεί από τις προβλέψεις για τον πληθωρισμό, την οικονομική ανάπτυξη και τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Όπως εξελίσσονται σήμερα τα πράγματα και, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, μπορούμε να πούμε ότι μέσα στο 2023 θα τελειώσουν οι αυξήσεις των επιτοκίων» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εκτίμησε ωστόσο ότι επειδή πρέπει να καλύψουμε ακόμη σημαντικό έδαφος μέχρι την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα επίπεδα που έχει θέσει ως στόχο η ΕΚΤ τα επιτόκια θα παραμείνουν εκεί που είναι σήμερα ή και παραπάνω για ένα διάστημα το οποίο δεν θα είναι μικρό.
«Όπως τα πράγματα εξελίσσονται σήμερα, προβλέπουμε ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα μειωθεί στο 2% το 2025. Βέβαια και το 2024 θα πλησιάσει το 2% αλλά δεν θα φτάσει το στόχο του 2%…» είπε ο κύριος Στουρνάρας.
Ως προς το ενδεχόμενο και τον χρόνο επιστροφής σε μηδενικά επιτόκια, ο διοικητής της ΤτΕ τονίζει ότι αυτό είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε. «Όπως ξέρετε, αυτή τη στιγμή συνέβησαν σημαντικοί κλυδωνισμοί στην παγκόσμια οικονομία. Είχαμε την πανδημία. Κατόπιν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτά τα δύο, και ειδικά ο πόλεμος, με τις επιπτώσεις στις τιμές ενέργειας και τροφίμων, συνέβαλαν πολύ στην αύξηση του πληθωρισμού. Όταν αφαιρεθούν αυτοί οι δύο κλυδωνισμοί, ποιος ξέρει; Ενδεχομένως να επιστρέψουμε πάλι σε πολύ χαμηλά επιτόκια. Δεν το γνωρίζουμε όμως ακόμα. Υπάρχει πάντως το ενδεχόμενο αυτό.»
Οι ελληνικές τράπεζες
Αναφορικά με την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, με φόντο τις αναταράξεις που καταγράφονται το τελευταίο δίμηνο στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, ο Γιάννης Στουρνάρας σημειώνει ότι «οι ελληνικές τράπεζες αυτή τη στιγμή είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, έχουν καλούς δείκτες ρευστότητας, εποπτεύονται αυστηρά, υφίστανται συχνά δοκιμασίες ακραίων καταστάσεων» επομένως «μπορούμε να πούμε ότι η πιθανότητα να συμβεί κάτι στις ελληνικές τράπεζες είναι πολύ μικρή».
Μικρή θεωρεί ότι είναι και η πιθανότητα μεταφοράς της κρίσης από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, κυρίως λόγω της ισχυρότερης εποπτείας του τραπεζικού τομέα στη γηραιά ήπειρο. «Φαίνεται τελικά ότι στην Ευρώπη έχουμε πιο αυστηρή εποπτεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εποπτεία στις μεγάλες τράπεζες είναι ίδια με την Ευρώπη. Αλλά στις μεσαίες και μικρές τράπεζες φαίνεται ότι δεν ήταν. Ενώ στην Ευρώπη τα κριτήρια που εφαρμόζουμε σε όλες τις τράπεζες είναι περίπου τα ίδια, τηρουμένων των αναλογιών, στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται ότι δεν συνέβαινε αυτό από το 2019 και μετά», σημείωσε.
Πώς θα κινηθεί ο πληθωρισμός
Ο διοικητής της ΤτΕ χαρακτήρισε επίμονο τον πληθωρισμό, ιδίως τον δομικό, παρά την αποκλιμάκωση λόγω της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας. Εκτίμησε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα υποχωρήσει κοντά στο 3% προς το τέλος του χρόνου, «αλλά το 2% φαίνεται ότι θα το επιτύχουμε το 2025, όπως διαμορφώνονται σήμερα οι εξελίξεις».
«Από εκεί και πέρα, στο ερώτημα εάν θα επιστρέψουμε σε μηδενικό ή αρνητικό πληθωρισμό: Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε ακόμα. Είναι όμως κάτι που δεν το αποκλείουμε, διότι η τάση των επιτοκίων πριν από τους δύο μεγάλους κλυδωνισμούς – δηλαδή την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη συνεπαγόμενη ενεργειακή κρίση – ήταν πτωτική και ο πληθωρισμός, θυμίζω, ήταν πάρα πολύ χαμηλός. Αυτή τη στιγμή, βέβαια, έχουμε τους δύο κλυδωνισμούς που ανέτρεψαν αυτές τις συνθήκες. Δεν γνωρίζουμε, όμως, χωρίς να το αποκλείουμε, αν θα συνεχισθεί η προηγούμενη τάση του πολύ χαμηλού πληθωρισμού και των πολύ χαμηλών επιτοκίων, όταν επιστρέψουμε στην κανονικότητα χωρίς κλυδωνισμούς.»
Η επενδυτική βαθμίδα
Για την επενδυτική βαθμίδα, ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι είμαστε κοντά στην απόκτησή της, ωστόσο προέβλεψε ότι οι επενδυτικοί οίκοι θα περιμένουν τις πολιτικές εξελίξεις. «Είμαστε κοντά στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας. Νομίζω ότι οι επενδυτικοί οίκοι θα περιμένουν τις πολιτικές εξελίξεις, θα περιμένουν την επόμενη κυβέρνηση και θα κρίνουν εάν θα μας δώσουν την επενδυτική βαθμίδα, κυρίως από τις προγραμματικές δηλώσεις της επόμενης κυβέρνησης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ξεκαθάρισε ότι η απόκτησή της «δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα», αλλά «θα είναι, όμως, μια απόδειξη ότι επιστρέψαμε στην κανονικότητα». «Παρά την πρόοδο που έχουμε επιτύχει μέχρι σήμερα, δεν έχουμε ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Αυτό δεν είναι πολύ θετικό. Σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Εάν την πετύχουμε, αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθούν οι επενδύσεις των ξένων επενδυτικών οίκων. Και δεν θα επενδύσουν μόνο σε ομόλογα, σε ελληνικές τράπεζες, αλλά και σε ελληνικές επιχειρήσεις μέσω του Χρηματιστηρίου ή απευθείας. Άρα θα είναι μια έντονα θετική εξέλιξη», είπε.
Η πορεία της οικονομίας
Για την πορεία της οικονομίας ανέφερε ότι «τη στιγμή, που η οικονομία πηγαίνει καλά, χρειαζόμαστε μια επιβεβαίωση της αξιόπιστης οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια και σίγουρα χρειαζόμαστε σταθερότητα στην κυβέρνηση. Χρειαζόμαστε κυβέρνηση μακράς πνοής και βεβαίως μια κυβέρνηση αποφασιστική, η οποία θα πάρει και τις δημοσιονομικές αποφάσεις που απαιτούνται, διότι δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί που πρέπει.»