test

ΣτΕ: Παραμένουν δεσμευμένοι οι λογαριασμοί 11μελούς σπείρας που έκανε μαϊμού συνταγογραφήσεις μέσα στην πανδημία

Πρέπει να διαβάσετε

Παραμένουν δεσμευμένοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί και όλα τα περιουσιακά στοιχεία 11μελούς εγκληματικής οργάνωσης η οποία εκμεταλλευόμενη την πανδημία του κορωνοϊού δρούσε στον τομέα της εμπορίας υγειονομικού υλικού και επί μία τριετία (2017-2020) ζημίωσε τον ΕΟΠΥΥ εκδίδοντας συνταγογραφήσεις-μαϊμού με ποσό που υπερβαίνει τα 6 εκατ. ευρώ, άλλα και με ποσά που ακόμα δεν έχουν εξακριβωθεί.

Τα περιουσιακά στοιχεία των 11 δεσμεύτηκαν το 2021 από την Αρχή Ξεπλύματος Βρώμικου Χρήματος. Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης ήταν καταστηματάρχες υγειονομικού υλικού, γιατροί, μία λογίστρια κ.ά.

Συστηματικά όλα αυτά χρόνια εξέδιδαν ψευδείς συνταγογραφήσεις υγειονομικού υλικού συνεργαζόμενοι με γιατρούς του ΕΣΥ και μέσω δικτύου εταιρειών-μαϊμού που είχαν συστήσει με βιτρίνα «αχυρανθρώπους», χάνονταν τα ίχνη από τα παράνομα κέρδη. Ετσι, νομιμοποιούσαν τα έσοδα της εγκληματικής οργάνωσης.

Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματική Δραστηριότητα ή Αρχή Ξεπλύματος Βρώμικου Χρήματος, το 2021 με διάταξη της προέδρου της διαβίβασε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών παραγγελία κατά των 11 ατόμων δραστηριοποιούμενων στον χώρο της εμπορίας υγειονομικού υλικού και ειδικά αναπνευστικού υλικού (μάσκες, καθετήρες, συσκευές οξυγόνου, νάρθηκες, αναπηρικά αμαξίδια, ορθοπεδικά είδη κ.λπ.), τα οποία από το έτος 2017 έως τον Ιούλιο του 2020 συνέστησαν εγκληματική οργάνωση για «πορισμό παράνομου οικονομικού οφέλους».

Οι 11 ήταν πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας (ένας εξ αυτών είναι αλλοδαπός), καθώς είναι επιχειρηματίες οι οποίοι διατηρούν καταστήματα ορθοπεδικού-υγειονομικού υλικού, ενώ συμμετείχαν γιατροί δημόσιων νοσοκομείων, μία λογίστρια, καθώς και «αχυράνθρωποι» οι οποίοι διατηρούσαν εταιρείες-φαντάσματα προκειμένου να γίνεται το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος και να χάνονται οι υπόγειες διαδρομές που ακολουθούσε αυτό.

Ενδεικτικό είναι το σημείο της διάταξης της Αρχής στο οποίο επισημαίνεται ότι «το εγκληματικό προϊόν δεν υπάρχει πλέον, δεν έχει βρεθεί, ούτε είναι δυνατόν να κατασχεθεί».

Για τη διαδρομή του μαύρου χρήματος η Αρχή υπογραμμίζει ότι «εγείρονται δε σοβαρές υπόνοιες» ότι τα μέλη της οργάνωσης και ειδικά δύο από τα 11 «ιδιοποιήθηκαν παρανόμως το ποσό αυτό και εν συνεχεία το ανέμειξαν με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτούς περιουσιακά στοιχεία, το χρησιμοποίησαν στις εν γένει οικονομικές τους δραστηριότητες, το κατείχαν επί μακρόν, αποβλέποντας στη νομιμοποίησή του, συγκαλύπτοντας την αληθή προέλευσή του και το απέκρυψαν με αποτέλεσμα να μην καθίσταται δυνατή η δέσμευσή του».

Κατόπιν αυτών, η Αρχή κατέληξε ότι «υπάρχει νόμιμος λόγος και κατεπείγουσα περίπτωση απαγόρευσης της εκποίησης ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου ότι υπόκεινται σε κατάσχεση και δήμευση σύμφωνα με τον νόμο 4557/2018, περί πρόληψης και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κ.λπ.».

Ετσι δεσμεύτηκε κάθε περιουσιακό στοιχείο, «ιδίως κάθε λογαριασμός, τίτλος, επενδυτικά στοιχεία ή χρηματοπιστωτικά προϊόντα που τηρούνται στις τράπεζες ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ατομικώς ή από κοινού ή από κοινού με τρίτους, καθώς απαγορεύθηκε και το άνοιγμα θησαυροφυλακίου ή συνδικαιούχου ή πληρεξουσίου».

Μάλιστα, η Αρχή κάνει ειδική αναφορά για τη δέσμευση των μετοχών που πιθανόν έχουν οι 11 εμπλεκόμενοι. Συγκεκριμένα, σημειώνει ότι «επιτρέπεται κατά εξαίρεση η μερική ή ολική πώληση-ρευστοποίηση ή μεταβίβαση των μετοχών υπό τον όρο ότι το προϊόν της πώλησης ή της μεταβίβασης θα κατατεθεί σε κάποιον από τους λογαριασμούς των εμπλεκομένων προσώπων».

Στα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης αποδόθηκαν, κατά περίπτωση, οι κατηγορίες της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, της φοροδιαφυγής, της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση, της δωροδοκίας υπαλλήλων κατ’ εξακολούθηση για ενέργειες που αντίκειται στα καθήκοντά τους και της παράνομης αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης

Δύο εκ των 11 προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά των υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών και της Αρχής, ζητώντας να ακυρωθεί η διάταξη της επικεφαλής της Αρχής Βρώμικου Χρήματος, με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση κάθε περιουσιακού στοιχείου τους.

Το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Ολγα Παπαδοπούλου απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης, καθώς η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων είναι μέτρο «διωκτικό εγκλήματος» και δεν μπορεί να επέμβει το ΣτΕ.
Στη δικαστική απόφαση σημειώνεται ότι οι προσφεύγοντες φέρονται ότι «συνέστησαν εγκληματική οργάνωση για πορισμό παράνομου οικονομικού οφέλους δραστηριοποιούμενοι στο εμπόριο υγειονομικού υλικού, επί ζημία του ΕΟΠΠΥ, μέσω δικτύου εταιρειών τις οποίες είχαν συστήσει για τον σκοπό αυτό και με τη χρήση ψευδών συνταγογραφήσεων ιατρικού υλικού που εκδόθηκαν από γιατρούς δημόσιων νοσοκομείων, συνεργαζόμενους με αυτούς».

Σε άλλο σημείο, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι σύμφωνα με την Αρχή προκύπτουν ακόμη βάσιμες υπόνοιες ότι οι προσφεύγοντες «τέλεσαν πέραν του βασικού αδικήματος και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εν όψει δε της μη ανεύρεσης του προϊόντος της εγκληματικής δραστηριότητας συντρέχει νόμιμος λόγος και κατεπείγουσα περίπτωση απαγόρευσης της εκποίησης ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο μεταβίβαση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου ότι υπόκεινται σε κατάσχεση και δήμευση σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 42 του νόμου 4557/2018».

Οι σύμβουλοι της Επικρατείας κατέληξαν ότι η Αρχή «έλαβε μέτρο διωκτικό εγκλήματος, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, το οποίο δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο από το ΣτΕ και συνεπώς η αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη».

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα