Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για τη γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και τις μεταναστεύσεις, σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατων μελετών. Σε αυτά τα ευρήματα έρχεται να προστεθεί και η εκτίμηση ότι σε 80 χρόνια από σήμερα ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει μειωθεί κατά το 1/4.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μέχρι το 2050 εκτιμάται πως ο μέσος όρος ηλικίας του πληθυσμού στη χώρα θα έχει ανέβει στα 47-50 έτη και ο αριθμός των παιδιών σχολικής ηλικίας θα έχει μειωθεί από 1,6 εκατ. σε 1 με 1,4 εκατ. παιδιά.
Η γήρανση του πληθμού και η μείωση των γεννήσεων που φαίνεται να καταγράφεται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, σε συνδυασμό με τις μετακινήσεις πληθυσμών και τις μεταναστευτικές ροές από και προς τη χώρα μας δημιουργούν μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις των επόμενων ετών.
Για τον λόγο αυτό, ο ΟΟΣΑ θα δημιουργήσει στην Κρήτη ένα Κέντρο για τους Πληθυσμούς. Εμπνευστής αυτής της ιδέας ήταν ο Πρέσβης και Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, Γεώργιος – Στυλιανός Πρεβελάκης. Η επίσημη πρώτη παρουσίαση της δημιουργίας του Κέντρου έγινε την Πέμπτη 23/3 στα Χανιά στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου σε εκδήλωση με τίτλο: «Η Ελλάδα και η Κρήτη στο επίκεντρο των πληθυσμιακών ζητημάτων» η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών με τον Δήμο Χανίων. Στην εκδήλωση οι ομιλητές παρουσίασαν με αριθμούς και στοιχεία, τις προκλήσεις για τις οποίες το Κέντρο θα κληθεί να αναζητήσει τον καλύτερους δυνατούς τρόπους αντιμετώπισης.
Οι πληθυσμοί σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες παρουσιάζουν συνεχή γήρανση ανέφερε κατά τον χαιρετισμό του στην εκδήλωση ο Αναπληρωτής Διευθυντής Απασχόλησης, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΟΣΑ, Mark Pearson. Όπως τόνισε: «Αυτό δε συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι ζουν περισσότερο αλλά επειδή γεννιούνται λιγότερα παιδιά. Οι ηλικίες άνω των 65 έχουν σχεδόν διπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες στις χώρες του ΟΟΣΑ. Το 1960 αποτελούσαν το 9%, σήμερα αποτελούν το 17% και το 2050 θα αποτελούν το 27%. Η Ελλάδα θα είναι μια από τις χώρες που θα δουν τη μεγαλύτερη αύξηση στη γήρανση πληθυσμού. Έχετε στη χώρα σας ένα από τα πιο μεγάλα ποσοστά μακροζωίας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, αλλά το επίπεδο γεννήσεων είναι πολύ χαμηλό καθώς αντιστοιχεί σε 1,3 παιδιά ανά γυναίκα».
Ο κ. Pearson επεσήμανε, μεταξύ άλλων, πόσο σοβαρές θα είναι οι επιπτώσεις των δημογραφικών αυτών αλλαγών στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη με τη μείωση του εργατικού δυναμικού.
Ο εμπνευστής της ιδέας, Πρέσβης και Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΟΣΑ, Γεώργιος – Στυλιανός Πρεβελάκης, χαρακτήρισε το Κέντρο για τους Πληθυσμούς καινοτόμα πρόταση. Περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργεί το Κέντρο, τόνισε ότι θα βρίσκεται υπό τη διοίκηση και καθοδήγηση του ΟΟΣΑ: «Θα είναι ένα δίκτυο πολλών σημείων που θα συνδέονται και θα αλληλεπιδρούν. Ένα από τα σημεία αυτά θα βρίσκεται στο Παρίσι, την έδρα του ΟΟΣΑ. Επιπλέον θα υπάρχει μια ομάδα στελεχών του ΟΟΣΑ που θα εγκατασταθεί στο Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης αλλά θα μετακινείται και μεταξύ Κρήτης και Παρισιού. Τέλος στην Κρήτη θα πραγματοποιείται το μεγάλο ετήσιο συνέδριο που θα προσελκύει προσωπικότητες επιστημονικές και πολιτικές από όλο τον κόσμο».
Η λειτουργία του Κέντρου θα δώσει μια ευκαιρία για εξωστρέφεια και άνοιγμα του επιστημονικού κόσμου της χώρας σε νέες συνεργασίες ενώ παράλληλα θα συμβάλει σε αυτό που αποκαλείται city branding, δηλαδή θα συνεισφέρει στην εικόνα των Χανίων και της Κρήτης. Τέλος, θα αποφέρει ένα διπλωματικό όφελος για τη χώρα καθώς θα προσελκύει ετησίως στην Ελλάδα σημαντικές και ισχυρές προσωπικότητες.
Η Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Μαρία Συρεγγέλα, υποστήριξε ότι για να πετύχει μια δημογραφική πολιτική χρειάζονται παρεμβάσεις για την ενίσχυση της εργασίας, ιδιαίτερα της γυναικείας: «Η χώρα μας έχει πολύ καλό γυναικείο εργατικό δυναμικό και το κράτος πρέπει να βοηθήσει την εναρμόνιση της οικογενειακής, προσωπικής και επαγγελματικής ζωής, μέσα από τη λειτουργία βρεφονηπιακών σταθμών, τη δημιουργία χώρων φύλαξης στις επιχειρήσεις, την εφαρμογή προγραμμάτων όπως «οι νταντάδες της γειτονιάς», την ενίσχυση της εργασίας καθώς και την εφαρμογή προγραμμάτων στεγαστικής πολιτικής που θα δίνουν τη δυνατότητα σε νέα ζευγάρια να αποκτούν δική τους κατοικία με δάνεια χαμηλού τοκισμού».