Η ελευθερία της έκφρασης σήμερα στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θεωρείται αυτονόητη στις περισσότερες χώρες του κόσμου, παρά το ότι συνήθως οι πολιτικοί την περιφρονούν, οι δε επικεφαλής τους δεν την υπερασπίζονται επαρκώς, γνωστού όντος ότι αυτά ‘αυτο-αστυνομεύονται’. Με τις τελευταίες εξεγέρσεις στις αμερικάνικες πανεπιστημιουπόλεις, κυρίως στο Κολούμπια, η σημαντική αυτή παράμετρος δοκιμάστηκε. Στο κέντρο των συζητήσεων εκεί βρέθηκε, πριν μήνες, η Αιγυπτιακής καταγωγής πρόεδρος του Κολούμπια από το 2023, Νεμάτ Σαφίκ (Nemat Shafik), η οποία ενεπλάκη σε ένα συγκλονιστικό δίλημμα για την έννοια της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην Αμερική, αφού αναγκάστηκε να πάρει θέση για την πειθαρχική δίωξη μελών της σχολής της, για πράγματα που είχαν γράψει ή είχαν πει. Το δικαίωμα που διακυβεύτηκε τότε είναι εκείνο της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που πηγάζει από τον ρόλο που διαδραματίζει το πανεπιστήμιο στην αμερικανική ζωή. Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, όμως, δεν εργάζονται για τους πολιτικούς, ούτε για τους διαχειριστές των πανεπιστημίων και τον εαυτό τους, αλλά για το κοινό. Μέλημά τους είναι να παράγουν επιστημονική γνώση η οποία προστίθεται στο απόθεμα γνώσης της κοινωνίας. Δεσμεύονται να κάνουν αυτό χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το οικονομικό, κομματικό ή προσωπικό όφελος ή πλεονέκτημα. Σε αντάλλαγμα, η κοινωνία τους επιτρέπει να απομονώνονται από εξωτερικές παρεμβάσεις και να αφοσιώνονται ανενόχλητοι στα καθήκοντά τους.
Η ιδέα ξεκίνησε από τη Γερμανία, ο σχετικός όρος είναι ‘Lehrfreiheit’, τουτέστιν ακαδημαϊκή ελευθερία και εισήχθη στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, μαζί με το επίσης γερμανικό μοντέλο του ερευνητικού πανεπιστημίου, ενός ιδρύματος όπου παρέχονται υποτροφίες και πραγματοποιείται έρευνα. Από τότε, έγινε κατανοητό ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι καθοριστικό χαρακτηριστικό κάθε σύγχρονου πανεπιστημίου. Στη Γερμανία, εκείνης της εποχής, όπου τα πανεπιστήμια διοικούνταν από την κυβέρνηση, η ακαδημαϊκή ελευθερία ήταν δικαίωμα ενάντια στο κράτος, απαραίτητο επειδή ακριβώς δεν υπήρχε δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου. Η ‘Lehrfreiheit’ προστάτευε όσα έγραφαν και δίδασκαν οι καθηγητές εντός του ακαδημαϊκού χώρου. Στις ΗΠΑ, όπου, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, πολλά πανεπιστήμια χτίστηκαν με χρήματα ιδιωτών (Σικάγο, Κόρνελ, Χόπκινς, Στάνφορντ) το δικαίωμα επεκτάθηκε για την προστασία των καθηγητών από την απόλυση για τις απόψεις τους, είτε εκφράζονταν μέσα στην τάξη, είτε δημόσια. Το βασικό γεγονός ήταν η ίδρυση, το 1915, της Αμερικανικής Ένωσης Καθηγητών Πανεπιστημίου (American Association of University Professors), η οποία είναι, μεταξύ άλλων, φύλακας της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Αυτή σχετίζεται, αλλά δεν είναι ίδια με την ελευθερία του λόγου σύμφωνα με την έννοια της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος των ΗΠΑ. Στο δημόσιο χώρο, μπορείς να εκφράζεσαι ελεύθερα, αλλά η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, γιατί ο ακαδημαϊκός λόγος ελέγχεται αυστηρά. Και η αστυνομία, εν προκειμένω, είναι οι ίδιοι οι καθηγητές. Τα μέλη του διδακτικού προσωπικού κρίνουν το έργο που παράγουν οι συνάδελφοί τους και αποφασίζουν ποιον θα προσλάβουν, θα απολύσουν και τι θα διδάξουν, ελέγχοντας παράλληλα την τήρηση των κανόνων της ακαδημαϊκής έρευνας. Αυτοί οι κανόνες προέρχονται από την πρώτη μεγάλη μάχη για ακαδημαϊκή ελευθερία τον 19ο αιώνα, όταν η επιστήμη βρέθηκε πολλαπλώς απέναντι από τη θρησκεία!
Το μοντέλο της έρευνας στο σύγχρονο πανεπιστήμιο, είναι κοσμικό και επιστημονικό. Όλες οι απόψεις και υποθέσεις πρέπει να ελέγχονται δίκαια και η επιτυχία τους εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από την ικανότητά τους να πείθουν με σοβαρά στοιχεία και με ορθολογικά επιχειρήματα. Δεν επιτρέπονται εκ των προτέρων αποφάσεις και δεν υπάρχει έφεση σε ανώτερη αρχή. Υπάρχουν, επομένως, κάθε είδους επαγγελματικοί περιορισμοί στην ακαδημαϊκή έκφραση. Οι υποτροφίες που δίδουν πρέπει να εγκριθούν από κριτές συναδέλφους τους, τα πρωτόκολλα πρέπει να τηρούνται αυστηρά και οι αβάσιμοι ισχυρισμοί απορρίπτονται. Εφ’ όσον οι ακαδημαϊκές κρίσεις γίνονται με συναίνεση, από ειδικούς και όχι από ερασιτέχνες, και φυσικά όχι με εντολή άνωθεν, θεωρείται ότι η μηχανή της γνώσης λειτουργεί δίκαια και αποτελεσματικά. Από εκεί πηγάζει και το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, επειδή τα μέλη τους πιστεύουν ότι μόνο οι συνάδελφοί τους έχουν την τεχνογνωσία που απαιτείται για να κάνουν κρίσεις στους τομείς τους.
Αλλά γνωρίζουν ταυτόχρονα ότι οι αποτυχίες της αυτορρύθμισης προκαλούν εξωτερική ανάμειξη, και γι’ αυτό είναι προς το συμφέρον όλων να διευθύνεται το ίδρυμά τους δίκαια, και κυρίως να λειτουργούν ανεξάρτητα από την κοινή γνώμη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το φαινόμενο που αναφέρθηκε στις ΗΠΑ με τη συντομογραφία της ‘7ης Οκτωβρίου’, και αφορούσε τα γεγονότα στην Παλαιστίνη, ήταν ουσιαστικά ένα είδος κρίσης για την αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η εντύπωση ότι ορισμένα πανεπιστήμια δεν αστυνομεύονταν σωστά, και ότι οι πανεπιστημιουπόλεις τους ήταν εκτός ελέγχου, παρείχε την ευκαιρία σε μέρη που ήθελαν να επηρεάσουν το είδος της γνώσης που παράγουν τα πανεπιστήμια, ποιος επιτρέπεται να την παράγει και πώς διδάσκεται, αποφάσεις που αποτελούν παραδοσιακά προνόμιο της σχολής. Οι πολιτικοί που επιθυμούσαν να τροποποιήσουν ορισμένα είδη ακαδημαϊκής έκφρασης θεώρησαν ότι μπορούν να το κάνουν αυτό απειλώντας να ανακαλέσουν το καθεστώς φοροαπαλλαγής ενός πανεπιστημίου ή να φορολογήσουν τις δωρεές και τις χορηγίες. Αλλά στο σημερινό πολιτικό κλίμα, κάτι τέτοιο θα ήταν ευθεία κατάργηση του κοινωνικού συμφώνου!