Στις χώρες με τις υψηλότερες ποσοστιαίες μειώσεις πληθυσμού ανάμεσα στο 2024 και το 2050, εκτιμάται ότι θα ενταχθεί η Ελλάδα σε επίπεδο Ε.Ε, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο 4o τεύχος της σειράς DIRAP-FOCUS με θέμα: “Η δημογραφική ελληνική πραγματικότητα”.
Το αν ο συνολικός πληθυμσός θα μειωθεί κατά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ή κατά 1,5 εκ. το 2050 σε σχέση με σήμερα, θα εξαρτηθεί κυρίως από τις εισόδους κι εξόδους από τη χώρα και δευτερευόντως από το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων, υπογράμμισε στην Τηλεόραση CRETA ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης.
“Δε μειώνουμε τις πιθανότητες θανάτου στους ηλικιωμένους με την ίδια ταχύτητα που μειώνονται σε άλλες χώρες, λόγω του συστήματος υγείας που διαθέτουμε. Επομένως, έχουμε μια σειρά από θανάτους οι οποίοι θα μπορούσαν να αποφεύγονται. Εφόσον βελτίωσουμε συνταρακτικά το σύστημα υγείας και η πολιτεία προωθήσει μια εξαιρετικά ευνοϊκή πολιτική για την οικογένεια και το παιδί, που θα επιτρέψει να μη μειωθούν περαιτέρω οι γεννήσεις, σε αυτήν την περίπτωση, που είναι και το εξαιρετικά ευνοϊκό σενάριο, θα έχουμε σχεδόν 1.150.000 περισσότερους θανάτους από γεννήσεις. Αν δε γίνει τίποτα, θα έχουμε 1.500.000. Αν δε φεύγουν περισσότεροι από τη χώρα, απ’όσους μπαίνουν, σε αυτήν την περίπτωση θα έχουμε το καλύτερο σενάριο μείωσης του πληθυσμού, δηλαδή 1.150.000 για τα επόμενα 26 χρόνια.”
Με βάση τους ετήσιους δείκτες γονιμότητας η Ελλάδα εντάσσεται στην ομάδα των χωρών της Ε.Ε. με τους χαμηλότερους δείκτες, που έχουν να κάνουν με την αναλογία γυναικών και παιδιών. Ειδικότερα:
“Πρόκειται για μια γενική τάση που αφορά όλες τις αναπτυγμένες χώρες” ξεκαθάρισε ο κ. Κοτζαμάνης, ωστόσο παράλληλα τόνισε ότι στην Ελλάδα καταγράφεται μια επιτάχυνση την τελευταία 15ετία, αυτής της τάσης, λόγω της εξαιρετικής έντασης των διαδοχικών κρίσεων. “Επίσης, για δεκαετίες ολόκληρες, δεν είχαμε καμία οικογενειακή και δημογραφική πολιτική. Δηλαδή δεν είχαμε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτηση παιδιών και συνεχίζει να μην είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό το περιβάλλον. Επομένως, αυτές οι συνθήκες οδήγησαν μια σειρά από ζευγάρια, να μην κάνουν παιδί. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη και το μεγάλο ηλικιακό μέσο όρο απόκτησης πρώτου παιδιού, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η απόφαση τεκνοποίησης ελήφθη σε ηλικία κατά την οποία η γονιμότητα πλέον δεν την καθιστά εφικτή” ανέλυσε ο κ. Κοτζαμάνης.
H δυσκολία πάντως με την οποία οι νέοι αποφασίζουν να περάσουν στο επόμενο βήμα, αποτυπώνεται και στην ηλικία αποχώρησης από την οικογενειακή εστία. Παραδοσιακά τα ελληνόπουλα αργούν να πάρουν αυτήν την απόφαση, για λόγους συναισθηματικούς, αλλά και άνεσης, ωστόσο τα τελευταία χρόνια ο οικονομικός παράγοντας έχει επίσης αναβάλει την απόφαση αυτή.
Μεγαλύτερος μέσος όρος ηλικίας από την Ελλάδα παρατηρείται σε Κροατία, Πορτογαλία, Σλοβακία και Βουλγαρία, ενώ πιο νωρίς από κάθε άλλη χώρα ανεξαρτητοποιούνται οι νέοι στη Σουηδία, σε ηλικία 19 ετών.
Σε όλες τις χώρες πάντως, οι γυναίκες φεύγουν από το πατρικό τους σπίτι σε μικρότερη ηλικία, σε σχέση με τους άντρες.