Ενθαρρυντικά ήταν τα πρώτα αποτελέσματα της χρήσης κυτταρικής θεραπείας με CAR –Τ στην αντιμετώπιση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου, ενός αυτοάνοσου νοσήματος που είναι απειλητικό για τη ζωή των ασθενών. Τα κύτταρα CAR – T πέτυχαν ύφεση της νόσου, όμως είναι άγνωστο για πόσο μπορεί να διαρκέσει η ύφεση αυτή.
Ερευνητές από το πανεπιστήμιο Ερλάνγκεν – Νυρεμβέργης, μεταξύ των οποίων και ένας Έλληνας, εφάρμοσαν την θεραπεία που κατ΄ αρχήν αναπτύχθηκε για την αντιμετώπιση αιματολογικών καρκίνων, σε 5 ασθενείς με ερυθηματώδη λύκο, στην προσπάθεια να επαναρυθμίσουν το ανοσοποιητικό των ασθενών αυτών.
Οι Ανδρέας Μάκενσεν, Φάμπιαν Μύλλερ, Δημήτριος Μουγιακάκος, Γκέρχαρδ Κρένκε και Γκέοργκ Σετ, από τα τμήματα Ανοσοθεραπείας και Εσωτερικής Παθολογίας του Πανεπιστημίου Φριντριχ Αλεξάντερ του Ερλάνγκεν και της Νυρεμβέργης, στη σχετική μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο Nature Medicine, διαπιστώνουν πως η θεραπεία με CAR – Τ κύτταρα ήταν εφικτή, καλά ανεκτή μόνο με ένα ήπιο σύνδρομο απελευθέρωσης κυτταροκινών και εξαιρετικά αποτελεσματική στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.
Παρά τα θετικά αποτελέσματα όμως, δεν είναι γνωστό αν η ύφεση μπορεί να θεωρηθεί και ίαση από τη νόσο.
Για τη διενέργεια της μελέτης, πέντε ασθενείς με ΣΕΛ, τέσσερις γυναίκες και ένας άνδρας με διάμεση ηλικία τα 22 έτη (18-24 ετών) και μέση διάρκεια νόσου 4 ετών και ενεργό νόσο ανθεκτική σε διάφορες θεραπείες ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων εγγράφηκαν σε ένα πρόγραμμα παρηγορητικής χρήσης Τ-λεμφοκυττάρων χιμαιρικού υποδοχέα αντιγόνου (CAR).
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν Τ-λεμφοκύτταρα από τους ίδιους τους ασθενείς με λύκο, τα μετέτρεψαν σε κύτταρα CAR -Τ, και τα χορήγησαν στους ασθενείς. Αυτά στη συνέχεια επεκτάθηκαν και προκάλεσαν ενδελεχή εξάντληση των Β κυττάρων, με αποτέλεσμα τη βελτίωση των κλινικών συμπτωμάτων των ασθενών και την εξομάλυνση των εργαστηριακών αποτελεσμάτων που αφορούσαν και τα αυτοαντισώματα που επιτίθενται στον οργανισμό του ασθενή.
Η υποχώρηση του λύκου επιτεύχθηκε και στους πέντε ασθενείς μετά από 3 μήνες, οπότε επιβεβαιώθηκε η μηδενική δραστηριότητα της νόσου. Η ύφεση χωρίς φάρμακα διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια παρακολούθησης για 8-12 μήνες μετά τη χορήγηση των κυττάρων CAR-T. Μάλιστα οι ασθενείς παρμένειναν χωρίς νόσο, ακόμη και μετά την επανεμφάνιση των Β κυττάρων, η οποία παρατηρήθηκε μετά από μέσο όρο περίπου 4,5 μήνες μετά τη θεραπεία με τα CAR – T κύτταρα (110 ± 32 ημέρες). Τα επανεμφανιζόμενα Β κύτταρα ήταν ουδέτερα και δεν εμφάνισαν εξειδικευμένους υποδοχείς.
Όπως εξήγησε ο Γκ. Σετ, «τα Β κύτταρα είναι αυτά που παράγουν αντισώματα εναντίον μολυσματικών ασθενειών. Με την εφαρμογή των κυττάρων CAR-T, τα Β κύτταρα σκοτώθηκαν. Ευτυχώς, με την αύξηση του μυελού των οστών λίγους μήνες αργότερα, τα Β κύτταρα επέστρεψαν, χωρίς όμως να επιστρέψει και ο λύκος.
Το γεγονός αυτό, σημαίνει ότι κατά κάποιον τρόπο, επιτεύχθηκε επαναφορά του ανοσοποιητικού συστήματος των συγκεκριμένων ατόμων που μετείχαν στη μελέτη».
Για τη βεβαιότητα του αποτελέσματος, η ομάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο να παρακολουθήσει τους συμμετέχοντες. Τον περασμένο Αύγουστο, οι ερευνητές ανέφεραν στο New England Journal of Medicine ότι η πρώτη συμμετέχουσα που υποβλήθηκε σε θεραπεία, μια 20χρονη γυναίκα, βρισκόταν σε ύφεση τρεις μήνες μετά τη λήψη του φαρμάκου.
«Τώρα, αυτή η ασθενής είναι υγιής εδώ και ενάμιση χρόνο», επισημαίνει ο Σετ.
Οι άλλοι τέσσερις είναι υγιείς εδώ και έξι μήνες έως ένα χρόνο. Ο χρόνος θα δείξει πόσο καιρό αυτοί οι άνθρωποι θα παραμείνουν χωρίς λύκο.
Οι ειδικοί επισημαίνουν πως δεν είναι ακόμη σαφές ποιοι άνθρωποι μπορεί να ωφεληθούν περισσότερο από τη θεραπεία με κύτταρα CAR-T. Τα συμπτώματα και η σοβαρότητα του λύκου διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Η θεραπεία θα μπορούσε, να είναι πιο χρήσιμη για ασθενείς που βρίσκονται σε πρώιμα στάδια της νόσου. Ωστόσο, εάν οι μελλοντικές κλινικές δοκιμές αποδειχθούν αποτελεσματικές, η θεραπεία με κύτταρα CAR-T θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τρόπος για να προσφέρει ελπίδα στους ασθενείς με τη συγκεκριμένη νόσο.