Οι εκλογές της 21ης Μαΐου, για όποιον διαβάζει αντικειμενικά το αποτέλεσμα, ανέδειξαν την ισχυρή βούληση του ελληνικού λαού η Ελλάδα να προχωρήσει μπροστά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης να συνεχίσει το μεταρρυθμιστικό έργο με μια ισχυρή κυβέρνηση, για ένα κράτος ισχυρό, με κοινωνικό πρόσωπο, δίκαιο και παραγωγικό.
Εν όψει των επαναληπτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου επιχειρήθηκε αρχικά από κόμματα της αντιπολίτευσης, κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, να παρουσιάσουν τη νίκη της ΝΔ ως απλά κακή στρατηγική από την πλευρά τους. Δηλαδή, τις εκλογές δεν τις κέρδισε η ΝΔ, αλλά αυτοί έχασαν και ο Ελληνικός λαός παρασύρθηκε ή καταλήφθηκε από το σύνδρομο της Στοκχόλμης! Αρνήθηκαν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και να δεχθούν ότι ο Ελληνικός λαός απέρριψε με τον πιο εμφατικό τρόπο την ανυπαρξία ρεαλιστικού προγράμματος και αξιόπιστης πρότασης διακυβέρνησης της χώρας από την πλευρά τους. Είναι λυπηρό ότι, αντί να «διαβάσουν» τη βούληση των πολιτών, αναλώθηκαν σε αυτοκριτικές τύπου «δεν φταίμε εμείς… οι πολίτες δεν ψήφισαν σωστά».
Ο ελληνικός λαός, όμως, δεν έκανε λάθος. Οι προτάσεις και πρωτοβουλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Κυβέρνησής του δεν αφήνουν περιθώρια άλλης εξήγησης, πέραν των καθαρών προθέσεών του να συνεχίσει σε δομικές αλλαγές στο κράτος, για μια Ελλάδα που έχει ανάγκη να πάει μπροστά. Αναδεικνύοντας τις σημαντικότερες από αυτές:
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, γνωρίζοντας ότι ο βασικός πυλώνας οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας είναι ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας και εργαζόμενος, στάθηκε τίμια απέναντί τους στην τετραετία 2019-2023, και συνεχίζει για την επόμενη τετραετία. Προχώρησε σε μείωση ασφαλιστικών εισφορών, μείωση ΕΝΦΙΑ, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και μειώσεις στη φορολογία. Χωρίς κρυφές ατζέντες, χωρίς μισόλογα και υποσημειώσεις.
Στην ασφάλεια, ενισχύθηκε η αποτρεπτική ικανότητα της Ελλάδας. Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας έγιναν συστατικό στοιχείο διαχείρισης κρίσεων και καταστροφών. Από δηλώσεις υπουργών επί ΣΥΡΙΖΑ, τύπου «… θα το ρισκάρουμε…», βάζοντας σε κίνδυνο τη χώρα και την οικονομία της, έχουμε περάσει σε μια γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας μας απέναντι σε όποια απειλή.
Στα τρία χρόνια της πανδημίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του στάθηκε τολμηρά μπροστά στο πρόβλημα. Σε επίπεδο οικονομίας στήριξε και στηρίζει την Ελληνίδα και τον Έλληνα. Παράλληλα, μέσα από μια σειρά νομοθετημάτων, προχώρησε στην ενίσχυση των υποδομών υγείας και στην ψηφιακή τους αναβάθμιση.
Και καθώς, όπως φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν τις εκλογές της 21ης Μαΐου, η Νέα Δημοκρατία ενισχύεται περισσότερο, ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί και το ΠΑΣΟΚ παραμένει στάσιμο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλάζουν το αφήγημά τους και αναδεικνύουν ως κεντρικό τους σύνθημα και στόχο πλέον την αποτροπή της «ηγεμονίας» Μητσοτάκη. Με τον τρόπο αυτόν προσπαθούν να περιορίσουν τις απώλειές τους και να μειώσουν το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας στις επερχόμενες εκλογές, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο ακυβερνησίας την επόμενη ημέρα.
Όμως και αυτό το αφήγημα της αντιπολίτευσης θα το αποδοκιμάσει ο ελληνικός λαός στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, για μια σειρά από λόγους:
Η χώρα χρειάζεται σταθερή κυβέρνηση που θα μπορεί αφενός να προχωρήσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα και αφετέρου να αντιμετωπίσει παγκόσμιες κρίσεις και ένα εύθραυστο διεθνές περιβάλλον. Η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας είναι αναγκαία συνθήκη για μια σταθερή διακυβέρνηση, ιδιαίτερα μετά και την πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Ανδρουλάκη ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, ακόμα και αν αυτή έχει 149 βουλευτές στις επερχόμενες εκλογές. Αυτοδυναμία που προϋποθέτει τη διατήρηση ή και την αύξηση του ποσοστού της ΝΔ, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η επόμενη Βουλή είναι επτακομματική.
Όσον αφορά, δε, τους ισχυρισμούς περί αποτροπής της «παντοδυναμίας Μητσοτάκη», δεν θυμόμαστε τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ να χαρακτήρισαν «ηγεμόνα» τον Κώστα Σημίτη, ο οποίος κυβέρνησε με ποσοστό 43,79% μετά τις εκλογές του 2000, ούτε τον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος κέρδισε τις εκλογές του 2009 με ποσοστό 43,92% – ανατρέχοντας μόνο στις εκλογικές αναμετρήσεις του 21ου αιώνα.
Απο το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης σηματοδότησε το πραγματικό άνοιγμα της ΝΔ προς το κέντρο. Άνθρωποι κεντρώοι, φιλελεύθεροι μεταρρυθμιστές, συμπεριλαμβανομένου και εμού, κλήθηκαν και έδωσαν το παρών, για την προσπάθεια ανάτασης της χώρας. Ήδη από τότε, πολλά σημαντικά στελέχη της κυβέρνησης που συνεισφέρουν σε αυτή την προσπάθεια δεν προέρχονται από τον χώρο της ΝΔ.
Η προηγούμενη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επέδειξε σταθερά συναινετική στάση, τόσο σε σειρά νομοσχεδίων και στην αλλαγή του Συντάγματος, όσο και στο πιο τρανταχτό παράδειγμα, την αλλαγή του εκλογικού νόμου από την απλή αναλογική της ακυβερνησίας του ΣΥΡΙΖΑ σε ενισχυμένη αναλογική. Παρότι η Νέα Δημοκρατία είχε μια σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα μπορούσε να είχε επαναφέρει τον προηγούμενο εκλογικό νόμο με το αυξημένο bonus των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, προτίμησε μια αναλογικότερη και δημοκρατικότερη κατανομή των εδρών, ενάντια στο προσωπικό όφελος της ΝΔ ως προς τις έδρες.
Στις 25 Ιουνίου ο ελληνικός λαός θα προσέλθει ξανά στις κάλπες για να αποφασίσει ποια κυβέρνηση θα έχουμε για την επόμενη τετραετία. Διλήμματα δεν υπάρχουν ευτυχώς.
Απο τη μία έχουμε μια καθαρή επιλογή, μια αυτοδύναμη ΝΔ. Γιατί η ΝΔ απέδειξε ότι μπορεί και στα δύσκολα. Μόνο με αυτοδυναμία της ΝΔ η Ελλάδα μπορεί να συνεχίσει στον δρόμο της προόδου και της προκοπής.
Από την άλλη έχουμε μια αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, με κρυφές ατζέντες στο φορολογικό, με σχεδιασμούς μόνο στα χαρτιά, ακοστολόγητα προγράμματα κ.λπ. Μια αντιπολίτευση αποκομμένη από την πραγματικότητα, που πιστεύει ότι η μεσαία τάξη ζει με 450€ τον μήνα ή ότι ο ελληνικός λαός ξέχασε ποιοι είναι και πόσα χρόνια κυβέρνησαν.
Ο ελληνικός λαός έχει κρίση και μνήμη. Για τον λόγο αυτό, στις προηγούμενες εκλογές επέδειξε ισχυρή βούληση να πάει μπροστά και θα το επαναβεβαιώσει και στις επερχόμενες εκλογές. Άσχετα αν κάποιοι εμμονικά το αρνούνται!