Δυσβάσταχτο είναι ήδη για πολλούς Έλληνες που δεν διαθέτουν δική τους κατοικία, το κόστος στέγασης, εξαιτίας των υψηλών τιμών στην αγορά ακινήτων και τα ενοίκια, ενώ η ανοδική αυτή τάση προβλέπεται πως θα διατηρηθεί.
Αξίζει να σημειωθεί πως σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στην Ελλάδα καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό, σε επίπεδο πληθυσμού, μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, όπου το 40% του εισοδήματος των νοικοκυριών κατευθύνεται προς τις δαπάνες στέγασης.
Την ίδια στιγμή, η Τράπεζα της Ελλάδας, στην Έκθεση της για τη Νομισματική Πολιτική επισημαίνει πως την τελευταία 7ετία, από το 2017 έως σήμερα δηλαδή, οι τιμές ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 66,4%, με την ανοδική πορεία να διατηρείται το τρέχον έτος και να εκτιμάται πως θα συνεχιστεί περαιτέρω.
Η συνεχής αύξηση των τιμών, την οποία τροφοδοτεί η ζήτηση από το εξωτερικό αλλά και το αυξημένο κόστος κατασκευής και δανεισμού διαμορφώνουν επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, δυσχεραίνοντας την απόκτηση πρώτης κατοικίας και συμπαρασύροντας ανοδικά τόσο τις τιμές κατοικιών υποδεέστερων χαρακτηριστικών, όσο και τα μισθώματα.
Οι αυξήσεις τιμών το 2024
Τόσο το 2023 όσο και το 2024, καταγράφηκαν υψηλοί ρυθμοί στην άνοδο των τιμών των ακινήτων ειδικά σε εκείνα των υψηλότερων προδιαγραφών. Στην αγορά κατοικίας σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών, με τη ζήτηση για επενδυτική εκμετάλλευση να παραμένει σε υψηλά επίπεδα και αντίστοιχα, την προσφορά ποιοτικών ή νέων ακινήτων να είναι περιορισμένη, όπως σημειώνει η ΤτΕ.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία εκτιμήσεων που συλλέγονται από τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ονομαστικές τιμές των διαμερισμάτων ήταν αυξημένες σε ετήσια βάση κατά 10,4%, όταν στο σύνολο του 2023 είχαν επίσης αυξηθεί, με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 13,8%. Με βάση την παλαιότητα παρατηρείται ελαφρώς υψηλότερος ρυθμός αύξησης διαμερίσματα ηλικίας έως 5 ετών (10,8%), σε σχέση με εκείνον των παλαιών διαμερισμάτων (10,1%).
Ανά γεωγραφική περιοχή, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων στην Αθήνα κατέγραψε αισθητά χαμηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης από το μέσο ετήσιο ρυθμό πανελλαδικά (9,4%), ωστόσο ξεπέρασε το ιστορικό υψηλό του β΄ τριμήνου του 2008. Από την άλλη πλευρά, η Θεσσαλονίκης αλλά και συνολικά οι υπόλοιπες περιοχές της χώρας, καταγράφουν εντονότερους ετήσιους ρυθμούς αύξησης από το μέσο ετήσιο ρυθμό πανελλαδικά – 12,2% και 12,1% αντίστοιχα. Τέλος οι άλλες μεγάλες πόλεις, κατέγραψαν μέσο ετήσιο ρυθμό οριακά στα ίδια επίπεδα με το σύνολο της χώρας, της τάξεως του 10,3%.