Ο νεαρός ποδοσφαιριστής της Κ17 του ΟΦΗ, Γιώργος Σημαιάκης έχασε τον πατέρα του (Βαγγέλη Σημαιάκη), και με ένα συγκλονιστικό γράμμα που ανέβασε στην σελίδα του στο Facebook με τίτλο “Ευχαριστώ μπαμπά”, αλλά και μια φωτογραφία απο την τελευταία του επίσκεψη στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, τον αποχαιρετάει, με εκπληκτικά λόγια που δείχνουν την ευαισθησία, αλλά και τον πόνο που βιώνει ο νεαρός ποδοσφαιριστής.
Ο πατέρας Βαγγέλης Σημαιάκης, έφυγε απο τη ζωή, μετά απο πολύμηνη νοσηλεία στο ΠΑΓΝΗ, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Oλα αυτά τα χρόνια, στάθηκε δίπλα στο παιδί του και στην ποδοσφαιρική του διαδρομή τόσο στις υποδομές του ΟΦΗ, όσο και στις Μικτές ομάδες του Ηρακλείου. Αλλά ασφαλώς και στη ζωή.
Ο μικρός λίγο πριν ο “πατέρας” του φύγει, έγραψε ένα συγκλονιστικό κείμενο, το οποίο μοιράστηκε στο Facebook με τους φίλους του.
Ηταν ένα γράμμα που ίσως ήθελε να δώσει δύναμη στον πατέρα του, στην μάχη που έδινε.
Αναφέρεται σε όλα αυτά που ο πατέρας του του, πρόσφερε. Μικρές και μεγάλες στιγμές της καθημερινότητας τους.
Συλλυπητήρια ανακοίνωση εξέδωσε και η ΠΑΕ ΟΦΗ , καθώς όπως προαναφέραμε ο νεαρός Γιώργος Σημαιάκης αγωνίζεται στην Κ17 του ΟΦΗ. “Γιώργο, η οικογένεια του ΟΦΗ είναι δίπλα σου, σε αυτή τη δύσκολη στιγμή”.
Θερμά συλλυπητήρια και απο εμάς στο νεαρό ποδοσφαιριστή και στην οικογένεια του.
Τους ευχόμαστε να βρούν δύναμη, ώστε να ξεπεράσουν την απώλεια τους.
Το “γράμμα” του μικρού στον πατέρα που έφυγε, ραγίζει πραγματικά καρδιές…
«Ευχαριστώ, μπαμπά”
Το γράμμα, του 17χρονου ποδοσφαιριστή προς τον πατέρα του αναφέρει:
Το γιατί σου έχω τόση μεγάλη αδυναμία, πατέρα, παλαιότερα δεν μπορούσα να το καταλάβω. Τώρα όμως ξέρω. Για όλα αυτά που μου έμαθες. Για όλα αυτά που κάναμε μαζί και σαν σε όνειρο πια τα θυμάμαι και χαμογελώ.
Επειδή μ’ έμαθες να σέβομαι τα βιβλία. Μου τα έδινες και δε φοβόσουνα μην τα σκίσω, μην τα μουτζουρώσω. Μόνο καμιά φορά έγραφα στην πρώτη σελίδα το όνομά μου με τα αδέξια παιδικά μου γράμματα και μια καρδούλα δίπλα, μα ποτέ δε θύμωνες, επειδή ήξερες πως αυτός ήταν ο τρόπος μου για να σου εκφράσω ευγνωμοσύνη που εμπιστευόσουν τα πολύτιμά σου στα μικρά μου χέρια.
Επειδή μου έμαθες τη λέξη που θα έπαιζε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στη ζωή μου μεγαλώνοντας: τη λέξη «κοίτα»! Κι έμαθα έτσι να παρατηρώ τα πάντα γύρω μου. Από τα πιο ασήμαντα, μέχρι τα πιο σοβαρά. Μου έμαθες να κοιτώ και να μη μένω μόνο εκεί που στέκεται το βλέμμα. Μου έμαθες πως καθετί στη φύση, όμορφο ή άσχημο, είναι χρήσιμο. Επειδή μ’ έμαθες πόσο σημαντική είναι η υπομονή στη ζωή και κάπως έτσι ανακάλυψα πόση υπομονή είχες κι εσύ ο ίδιος. Επειδή μου έμαθες όταν μου δίνουν κάτι να μη λέω μόνο «ευχαριστώ», αλλά να χαμογελώ κιόλας. Επειδή μου έμαθες να μη φοβάμαι να πω «συγγνώμη» και «σ’ αγαπάω». Επειδή μου έμαθες να κρίνω τους ανθρώπους βάσει χαρακτήρα κι όχι φυλής ή ιδιότητας.
Επειδή μ’ έμαθες να σέβομαι τα βιβλία. Μου τα έδινες και δε φοβόσουνα μην τα σκίσω, μην τα μουτζουρώσω. Μόνο καμιά φορά έγραφα στην πρώτη σελίδα το όνομά μου με τα αδέξια παιδικά μου γράμματα και μια καρδούλα δίπλα, μα ποτέ δε θύμωνες, επειδή ήξερες πως αυτός ήταν ο τρόπος μου για να σου εκφράσω ευγνωμοσύνη που εμπιστευόσουν τα πολύτιμά σου στα μικρά μου χέρια.
Επειδή μου έμαθες τη λέξη που θα έπαιζε τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στη ζωή μου μεγαλώνοντας: τη λέξη «κοίτα»! Κι έμαθα έτσι να παρατηρώ τα πάντα γύρω μου. Από τα πιο ασήμαντα, μέχρι τα πιο σοβαρά. Μου έμαθες να κοιτώ και να μη μένω μόνο εκεί που στέκεται το βλέμμα. Μου έμαθες πως καθετί στη φύση, όμορφο ή άσχημο, είναι χρήσιμο. Επειδή μ’ έμαθες πόσο σημαντική είναι η υπομονή στη ζωή και κάπως έτσι ανακάλυψα πόση υπομονή είχες κι εσύ ο ίδιος. Επειδή μου έμαθες όταν μου δίνουν κάτι να μη λέω μόνο «ευχαριστώ», αλλά να χαμογελώ κιόλας. Επειδή μου έμαθες να μη φοβάμαι να πω «συγγνώμη» και «σ’ αγαπάω». Επειδή μου έμαθες να κρίνω τους ανθρώπους βάσει χαρακτήρα κι όχι φυλής ή ιδιότητας.
Eπειδή μου έμαθες πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε τρωτοί –ακόμα και εσύ. «Μπαμπά;», έτρεξα να σε υποδεχτώ ένα μεσημέρι στην εξώπορτα, μα εσύ δεν είχες ανέβει ακόμη τη σκάλα. «Γέρασε ο μπαμπάς!», μου απάντησες βαριανασαίνοντας, όταν φάνηκες από τη στροφή, το βλέμμα μου καρφώθηκε στα δερμάτινα σανδάλια σου -που σημάδεψαν τη στιγμή και πλέον δε θα ξέχναγα ποτέ- κι έπειτα με πλάκωσε ολόκληρος ο ουρανός, επειδή ως τότε πίστευα πως ο δικός μου μπαμπάς ποτέ δεν έκλαιγε, ποτέ δεν αρρώσταινε και φυσικά ποτέ δε θα γερνούσε. Επειδή μου έμαθες πως και οι μπαμπάδες αρρωσταίνουνε κι ας μην το λένε. Από την μαμά το έμαθα δε μου είχες πει τίποτα. Εσύ στο νοσοκομείο, για μια «μια μεταμόσχευση», όπως μου είχες πει, «επέμβαση ρουτίνας». Ποτέ δε μας είπατε τη λέξη «καρκίνος», μα και εγώ και ο αδερφός μου το είχαμε καταλάβει. Εκείνη μου τηλεφώνησε και μου είπε πως αύριο θα έμπαινες στο χειρουργείο, μα δεν ήθελες να το μάθω. «Κάνε σαν να μην το ξέρεις», μου είπε. Κι έτσι έκανα.
«Μπαμπά μου, σ’ αγαπάω», σου είπα εκείνο το βράδυ τον στο τηλέφωνο, ξέροντας πως μπορεί και να ήταν η τελευταία φορά που στο έλεγα και μετά έκλαψα τόσο πολύ, επειδή έκατσα και σκέφτηκα όλα όσα περνούσαμε όταν ήμουν μικρός και με πήγαινες και έπαιζα μπάλα και μου μάθαινες πως να δίνω πάσα και πως να κάνω τριπλες… Το γιατί σου έχω τόση μεγάλη αδυναμία, πατέρα, παλαιότερα δεν μπορούσα να το καταλάβω.
Τώρα όμως ξέρω. Γιατί εκτός από όλα τα παραπάνω, μου έμαθες και κάτι ακόμα: να αντέχω όσα έρχονται, διότι «ουδέν κακό, αμιγές καλού». Επειδή με δίδαξες με τον καλύτερο τρόπο πως μπορεί κι εσύ να κλαις, μα όχι για πάντα. Μπορεί κι εσύ να αρρωσταίνεις, μα γίνεσαι καλά. Με δίδαξες με τον καλύτερο τρόπο πως κι εσύ γερνάς, όπως μεγαλώνω κι εγώ! Επειδή με έμαθες να βλέπω τον κόσμο γύρω μου με διαφορετικά μάτια. Και νιώθω τυχερός, μπαμπά μου, που τα ξέρω πια όλα αυτά. Σε ευχαριστώ! Στην πραγματικότητα, κάθε μητέρα και πατέρας είναι μοναδικοί στον κόσμο για τα παιδιά τους!»
«Μπαμπά μου, σ’ αγαπάω», σου είπα εκείνο το βράδυ τον στο τηλέφωνο, ξέροντας πως μπορεί και να ήταν η τελευταία φορά που στο έλεγα και μετά έκλαψα τόσο πολύ, επειδή έκατσα και σκέφτηκα όλα όσα περνούσαμε όταν ήμουν μικρός και με πήγαινες και έπαιζα μπάλα και μου μάθαινες πως να δίνω πάσα και πως να κάνω τριπλες… Το γιατί σου έχω τόση μεγάλη αδυναμία, πατέρα, παλαιότερα δεν μπορούσα να το καταλάβω.
Τώρα όμως ξέρω. Γιατί εκτός από όλα τα παραπάνω, μου έμαθες και κάτι ακόμα: να αντέχω όσα έρχονται, διότι «ουδέν κακό, αμιγές καλού». Επειδή με δίδαξες με τον καλύτερο τρόπο πως μπορεί κι εσύ να κλαις, μα όχι για πάντα. Μπορεί κι εσύ να αρρωσταίνεις, μα γίνεσαι καλά. Με δίδαξες με τον καλύτερο τρόπο πως κι εσύ γερνάς, όπως μεγαλώνω κι εγώ! Επειδή με έμαθες να βλέπω τον κόσμο γύρω μου με διαφορετικά μάτια. Και νιώθω τυχερός, μπαμπά μου, που τα ξέρω πια όλα αυτά. Σε ευχαριστώ! Στην πραγματικότητα, κάθε μητέρα και πατέρας είναι μοναδικοί στον κόσμο για τα παιδιά τους!»