Όταν το καλοκαίρι του ’19 είδα τον ΟΦΗ να χτίζει ένα παιχνίδι σε στιλ Μπαρτσελόνα,δηλαδή το γνωστό και πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια παιχνίδι με επιθέσεις από τον τερματοφύλακα και πολλές,πάρα πολλές πάσες προκειμένου να φτάσει στην επίθεση,είχα εκφραστεί αρνητικά.
Όχι γιατί δε μου αρέσει αυτό το είδος ποδοσφαίρου φυσικά,το αντίθετο.
Σε ποιον δεν αρέσει να περνάει ένα δίωρο παρακολουθώντας θεαματικό ποδόσφαιρο;
Μόνο που έχοντας επίγνωση της ελληνικής πραγματικότητα ήμουν σίγουρος ότι η ομάδα παίζοντας έτσι,θα κέρδιζε ένα παιχνίδι και θα έχανε τέσσερα.
Οπότε καταλάβαινα ότι η ευχαρίστηση από το “σπετάκολο”,δε θα ισοσκέλιζε σε καμία περίπτωση τις πολλές,συνεχόμενες ήττες.
Γιατί το ελληνικό πρωτάθλημα είναι ένα σκληρό πρωτάθλημα.
Όχι γιατί δεν έχει παίχτες που μπορούν να προσφέρουν θέαμα αλλά γιατί λίγο η νοοτροπία των φιλάθλων που δεν αποδέχονται την ήττα,λίγο οι πρόεδροι-πάρεδροι που φοβούνται μην υποβιβαστεί η ομάδα τους και χάσουν τα μοναδικά έσοδα που έχουν από τα τηλεοπτικά,κάνουν τους προπονητές να στήνουν τις ομάδες τους με μοναδικό σκοπό τη νίκη.Τη νίκη με κάθε κόστος.
Αν τώρα σ’αυτές νοοτροπίες προσθέσουμε τα άθλια σε πολλές περιπτώσεις γήπεδα και το ότι οι διαιτητές φοβούνται να βγάλουν κάρτες για πολλούς και διαφόρους λόγους,αυτό κάνει το ποδόσφαιρο μας ένα πολύ σκληρό άθλημα,ακατάλληλο σχεδόν για το θέαμα.
Στην Ιταλία ή στην Ισπανία η οποιαδήποτε σωματική επαφή με πόδια ή χέρια είναι φάουλ και αν έχει πρόθεση να χτυπήσει τον αντίπαλο και κάρτα,εδώ σε εμάς το κλωτσοσκούφι πάει σύννεφο χωρίς τις περισσότερες φορές να τιμωρούνται οι ποδοσφαιριστές.
Το ίδιο και τα εσκεμμένα μαρκαρίσματα.Αυτά που κόβουν την αντίπαλη ομάδα ενώ βγαίνει στην αντεπίθεση.
Σε μας αντί να βγάλει τις κάρτες του ο διαιτητής από το πρώτο λεπτό και να επιβάλλει το fair play,που σε δεύτερο βαθμό θα αναγκάσει τις ομάδες να στήνονται πιο επιθετικά κι όχι μόνο για να καταστρέφουν το παιχνίδι του αντιπάλου,αφήνει τα πάντα και θυμάται μόνο να βγάλει κάρτα όταν πει καμιά “κακιά λέξη σε συμπαίκτη ή αντίπαλο” όπως μας διευκρίνισε εχθές και ο καθηγητής διαιτησίας κ.Βαρούχας στην ΕΡΤ.
Δηλαδή πρέπει να πάρει κόκκινη ο άλλος που πάνω στο παιχνίδι είπε “άει γ..μήσου” στον συμπαίκτη (ή και τον αντίπαλο) αλλά το να του κάνει…μπούλινγκ με βρώμικα χτυπήματα σε όλο τον αγώνα,είναι μέσα στο πλαίσιο του ποδοσφαίρου που “είναι ανδρικό άθλημα”.
Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν το να κάνεις παιχνίδι που για να φτάσεις στην αντίπαλη περιοχή θα χρειάζεσαι …πενήντα πάσες,είναι ωραίο αλλά στην Ελλάδα σχεδόν απαγορευτικό αν θες να παίρνεις νίκες.
Ενώ αν δεν παίρνεις νίκες,η γκρίνια των φιλάθλων που περιμένουν έναν αγώνα για να φτιάξει η βδομάδα τους,είναι σχεδόν σίγουρη.
Ο ΟΦΗ δεν είναι η Ξάνθη,ούτε και οι …Χάρλεμ Γκλόμπτρότερς
Τη μυθική ομάδα μπάσκετ των Γκλόμπτροτερς τη θυμάστε σίγουρα οι παλιότεροι μπασκετόφιλοι.
Την ομάδα που έπαιζε για το θέαμα,προσφέροντας…νίκες στους αντιπάλους της,οι οποίοι ήταν φυσικά συμπρωταγωνιστές στο σόου της.
Προφανώς και ο ΟΦΗ δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.
Δεν χρειάζεται να εξηγήσω το γιατί.
Ούτε και Σκόντα Ξάνθη μπορεί να γίνει,φυσικά.
Τη διαφορά την κάνει πάντα η πίεση του κόσμου,που δεν μπορεί να περιμένει εξήμισι μήνες (6 και 3 βδομάδες συγκεκριμένα) για να δει μια νίκη.
Εκτός κι αν μετρήσουμε εκείνη επί της Αναγέννησης Ιεραπέτρας στο τουρνουά των Αρχανών το καλοκαίρι,που όμως η διαφορά δυναμικότητας των ομάδων δε χωρά συγκρίσεις και…πανηγύρια.
Τις νίκες τις έκανε πέρυσι ο ΟΦΗ στην αρχή του πρωταθλήματος,που οι ομάδες παίζουν χωρίς τόσο μεγάλη σκοπιμότητα.
Στη συνέχεια έσφιξαν τα πράγματα.Ήρθαν και οι τραυματισμοί τριών τεσσάρων παικτών που έκαναν τη διαφορά και το σκηνικό άλλαξε άρδην.
Με τις νίκες ανεβαίνεις επίπεδο.
Στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο το αποτέλεσμα προσδιορίζει διαχωρίζει την επιτυχία από την αποτυχία.
Αντίθετα στο ….beach soccer ίσως να μετράει περισσότερο το θέαμα.