Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου εξέδωσε ψήφισμα και καταδίκασε την Ελλάδα για θέματα που αφορούν το κράτος δικαίου και την ελευθερία του τύπου.
Το ψήφισμα είχε κατατεθεί από τέσσερις πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου, Αριστερούς, Πράσινους, Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελευθέρους.
Η υπερψήφιση του αναφερομένου ψηφίσματος αναδεικνύει τις ανησυχίες των ευρωβουλευτών για τα προβλήματα λειτουργίας της δημοκρατίας του κράτους δικαίου και άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις αρνητικές εξελίξεις και κάλεσε την Κομισιόν να αξιολογήσει ανάλογα την εκταμίευση των κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ελλάδα.
Την ίδια ώρα είχε κατατεθεί αντιψήφισμα καταγεγραμμένο από Ευρωβουλευτές του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο αντιθέτως χαιρετίζει την πρόοδο της χώρας μας σε όλους τους τομείς, καταψηφίζοντας το ψήφισμα των αριστερών πολιτικών κομμάτων για την Ελλάδα.
Με την τοποθέτηση του ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για την Ελλάδα, ευρισκόμενος στην Αθήνα για την εκδήλωση της Ν.Δ. με το Ε.Λ.Κ., στήριξε απολύτως τη χώρα μας και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, λέγοντας ότι: « Η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα στα θέματα του κράτους δικαίου. Αρμόδια για αυτά τα θέματα είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία έχει επισημάνει την πρόοδο. Αυτό που σκεφτόμαστε είναι να απέχει πλέον το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα από τέτοια ψηφίσματα. Έχει παραγίνει. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να μπλοκαριστούν πόροι προς την Ελλάδα ».
Σε ερώτηση των δημοσιογράφων για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είπε: « Είναι ένας πολύ καλός πρωθυπουργός. Είναι ο πιο ισχυρός ηγέτης στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Έδωσε στην Ελλάδα πίσω την αξιοπρέπειά της και ηγείται σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Επενδύουμε πολλά σε αυτόν, είναι κατάλληλος για πολλά ».
Μετά από τα παραπάνω για τα δύο αντικρουόμενα ψηφίσματα στο Ευρωκοινοβούλιο για την Ελλάδα, ποια θα μπορούσαν να είναι λογικά τα συμπεράσματα, από έναν αντικειμενικό σχολιαστή που ζει και εργάζεται σε αυτή τη χώρα;
Ήταν προσπάθεια της αντιπολίτευσης να εμφανίσει την Ελλάδα ως μια χώρα με προβλήματα στο κράτος δικαίου που δεν αναμένεται να έχει κανένα αντίκτυπο, αφού τα αναφερόμενα στο ψήφισμα απέχουν πολύ από την υφιστάμενη ελληνική πραγματικότητα.
Το ψήφισμα που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με μεγάλη δυσκολία ύστερα από έξι αποτυχημένες προσπάθειες, έχει πολιτική σκοπιμότητα και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών πολιτικών ομάδων, εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου.
Με το ψήφισμα χρεώνονται στην ελληνική κυβέρνηση κυρίως πολιτική εξάρτησης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και παρεμβάσεις στις Ανεξάρτητες Αρχές και με την υπερψήφισή του επιδιώκεται το αντίθετο, με σκοπό την παραπληροφόρηση, την διαστρέβλωση της πραγματικότητας από την άσκηση πίεσης και στόχο την μεταστροφή της ελληνικής κοινής γνώμης, κατά της κυβέρνησης και υπέρ της αντιπολίτευσης στην Ελλάδα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που πρωτοστάτησε στην οργάνωση του ψηφίσματος, ξέχασε το κράτος δικαίου την εποχή της διακυβέρνησής του, όταν επιχειρήθηκε η χειραγώγηση των μέσων με τις τηλεοπτικές άδειες, την σκευωρία της Novartis και τις επιθέσεις κατά δικαστικών λειτουργών και δημοσιογράφων από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πολλά άλλα.
Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον το « μαύρο πρόβατο » της Ευρώπης όπως χαρακτηρίζονταν πολλές φορές τα προηγούμενα χρόνια.
Έχει προχωρήσει μπροστά αφήνοντας πίσω της οριστικά τα σκληρά χρόνια των μνημονίων, οι επιδόσεις της οικονομίας είναι ικανοποιητικές, η ανεργία έχει μειωθεί σημαντικά και μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι σπεύδουν για να επενδύσουν στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και η προσπάθεια σπίλωσης της χώρας θα πέσει στο κενό χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Χρέος της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει σε προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις, να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που υπάρχουν, όπως η ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης και στη λειτουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
Να αξιοποιηθούν άμεσα όλα τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, όχι μόνο για λίγες μεγάλες εταιρείες, αλλά με έργα που αποδίδουν οφέλη σε όλη τη κοινωνία, στην αναμόρφωση της Παιδείας, στην ενίσχυση των υποδομών και στη βελτίωση της ασφάλειας των Ελλήνων πολιτών.