Της Φαίης Σφακιωτάκη
Κόστος και μειωμένη παραγωγή αποτελούν τα βασικά «αγκάθια» της τρέχουσας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. «Εφόσον θέλουν να εφαρμοστούν όλα αυτά τα πράγματα, θα πρέπει να αυξηθεί ο Προϋπολογισμός» ξεκαθάρισε στην Τηλεόραση CRETA o Καθηγητής Γεωργικής Οικονομίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Κωνσταντίνος Τσιμπούκας, ενώ ο Ομότιμος Καθηγητής Γεωργίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Χρήστος Αυγουλάς, αναγνώρισε πως αυτή η μαζική αντίδραση απέναντι στην ΚΑΠ είναι πρωτόγνωρη.
Κοινώς αποδεκτό φαίνεται να είναι πλέον το γεγονός ότι η Ε.Ε. επιχείρησε πολύ βιαστικά και απότομα να μεταβεί στο επόμενο βήμα στην αγροτική παραγωγή. «Η κοινή αγροτική πολιτική για αρκετά χρόνια έκανε ευαγγέλιο τις επιδοτήσεις με βάση τον όγκο παραγωγής. Και προέτρεπε εμμέσως πλην σαφώς στην υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων, νερού και όλων των εισροών που αυξάνουν τις αποδόσεις. Αποτέλεσμα ήταν το περιβάλλον να επιβαρυνθεί πολύ. Αίφνης λοιπόν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνειδητοποίησε ότι πρέπει να λάβει μέτρα αντιμετώπισης του περιβάλλοντος με ορθολογικότερο τρόπο απ’ότι έκανε στο παρελθόν. Να διορθώσει δηλαδή το σφάλμα των προηγούμενων δεκαετιών. Κι επέβαλε την πράσινη συμφωνία» εξήγησε ο κ. Αυγουλάς.
Παράλληλα, ο κ. Τσιμπούκας, ο οποίος συμμετείχε ως σύμβουλος στη σύνταξη στρατηγικού σχεδίου για την Ελλάδα, για τη Νέα ΚΑΠ, βάσει των ευρωπαϊκών οδηγιών, τόνισε πως αυτό που έχει αλλάξει, δεν είναι το συνολικό ποσό που διατίθεται στις χώρες-μέλη για τις αγροτικές ενισχύσεις, αλλά η απορρόφησή τους, βάσει των νέων υποχρεώσεων των αγροτών. «Το πρασίνισμα καταργείται, αλλά οι υποχρεώσεις παραμένουν»!
Την ώρα που οι περιορισμοί στην ευρωπαϊκή παραγωγή είναι πολλοί κι αυστηροί, οι εισαγωγές από τρίτες χώρες γίνονται πιο ανταγωνιστικές, γιατί δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς και στο ίδιο κόστος παραγωγής. «Τα προϊόντα που έρχονται από τρίτες χώρες και από την Ουκρανία προφανώς, έρχονται πολύ φθηνότερα. Και μάλιστα χωρίς να πληρούν αυτούς τους περιβαλλοντικούς όρους τους οποίους οι αγρότες της Ευρώπης είναι υποχρεωμένοι να τηρούν» σημείωσε ο Καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών κι Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ναπολέων Μαραβέγιας.
Στο ερώτημα αν η ευρωπαϊκή γεωργία μπορεί να γίνει κατά βάση βιολογική, οι καθηγητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, απάντησαν ξεκάθαρα στην Τηλεόραση CRETA. «Επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ. Η βιολογική γεωργία η οποία είναι απαραίτητο να υπάρχει, θα καλύπτει πάντα ένα μικρό μέρος της παραγωγής κι ένα μικρό μέρος της συνολικής κατανάλωσης. Η άσκηση της βιολογικής γεωργίας στην πλήρη της έννοια σημαίνει μεγαλύτερο κόστος παραγωγής και μικρότερες αποδόσεις. Επισιτιστική ασφάλεια σημαίνει επάρκεια των βασικών ειδών διατροφής, κάτι που αποκλείεται να γίνει αν τα προϊόντα παράγονται με βιολογικό τρόπο» τόνισε ο κ. Αυγουλάς. «Ξέρουμε όλοι τι ακρίβεια έχουμε στα τρόφιμα αυτήν τη στιγμή. Αν όλα αυτά ήταν βιολογικά, οι τιμές θα ήταν ακόμη υψηλότερες» πρόσθεσε ο κ. Τσιμπούκας.
Με το δεδομένο ότι απέχουμε λίγους μήνες από τις Ευρωεκλογές, είναι πολύ πιθανό οι όποιες σημαντικές αλλαγές γίνουν στην τρέχουσα ΚΑΠ, να αποφασιστούν εν τέλει μετά τις ευρωεκλογές. «Προς ώρας, ένα σημαντικό μέτρο που φαίνεται ότι αποφασίστηκε είναι για την αιρεσιμότητα, ότι κάτω από τα 100 στρέμματα δε θα γίνονται έλεγχοι. Στην Ελλάδα, το 82% των δηλώσεων ΟΣΔΕ είναι για εκτάσεις μικρότερες των 100 στρεμμάτων» ανέφερε ο κ. Τσιμπούκας.
Σίγουρα πάντως μελλοντικό εργαλείο στον πρωτογενή τομέα θα αποτελέσει η αξιοποίηση της τεχνολογίας που θα οδηγήσει στη γεωργία ακριβείας. «Έτσι ώστε και η λίπανση και το πότισμα -γιατί εξαντλούνται και τα υδατικά αποθέματα– και τα φάρμακα και όλα αυτά, να δίνονται σε ποσότητες τόσες, όσες είναι απαραίτητες» σημείωσε ο κ. Μαραβέγιας.
«Το 1994-1995 η Ελλάδα κατανάλωνε 2.100.000 τόνους λιπασμάτων. Σήμερα η ελληνική γεωργία καταναλώνει το 1/3, περίπου 800.000 τόνους, χωρίς να έχουμε υστερήσεις σε αποδόσεις. Μάλιστα, σε κάποιες καλλιέργειες η απόδοση έχει αυξηθεί. Όμως αυτό πρέπει να γίνει σταδιακά. Πρέπει να γίνει μετά από μελέτη και πολυετή πειράματα» κατέληξε ο κ. Αυγουλάς.