Κατ’ ιδίαν συνάντηση θα έχουν οι Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ στις 14 Νοεμβρίου, στο περιθώριο των εργασιών της συνόδου κορυφής της G20, ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος, σε περίοδο αυξημένης έντασης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.
Θα είναι η πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντηση των προέδρων Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας μετά την εκλογή Μπάιντεν.
«Οι ηγέτες θα συζητήσουν προσπάθειες διατήρησης και εμβάθυνσης των γραμμών επικοινωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και της ΛΔΚ [σ.σ. Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας], θα διαχειριστούν υπεύθυνα τον ανταγωνισμό και θα συνεργαστούν όπου ευθυγραμμίζονται τα συμφέροντά μας, ειδικά σε διακρατικές προκλήσεις που επηρεάζουν τη διεθνή κοινότητα», αναφέρει ο Λευκός Οίκος σε ανακοίνωσή του.
Ο Μπάιντεν και ο Σι, που έχουν συνομιλήσει πέντε φορές τα τελευταία δύο χρόνια μέσω τηλεφώνου και βίντεο, θα συζητήσουν επίσης μια σειρά «διεθνών και περιφερειακών» θεμάτων, ανακοίνωσε η αμερικανική προεδρία, χωρίς όμως να αναφέρει ρητά το θέμα της Ταϊβάν, ζήτημα που συγκεντρώνει όλες τις εντάσεις.
Η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί εν μέσω των βαθιά τεταμένων σινο-αμερικανικών σχέσεων, ιδιαίτερα μετά το ταξίδι της προέδρου της αμερικανικής Βουλής, Νάνσι Πελόζι, τον Αύγουστο στην Ταϊβάν, που το Πεκίνο θεωρεί ως μέρος της επικράτειάς του.
«Αυτό που θέλω να κάνω μαζί του, όταν μιλήσουμε, είναι να προσδιορίσουμε τις κόκκινες γραμμές» που πρέπει να γίνουν σεβαστές, δήλωσε χθες, Τετάρτη 9 Νοεμβρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσινγκτον.
«Το δόγμα για την Ταϊβάν δεν έχει αλλάξει καθόλου», δήλωσε ο Μπάιντεν, αποφεύγοντας να επαναλάβει προηγούμενες δηλώσεις που είχαν εκνευρίσει το Πεκίνο, σύμφωνα με τις οποίες ο αμερικανικός στρατός θα υπερασπιστεί την Ταϊβάν σε περίπτωση επίθεσης στο νησί.
Ο Σι Τζινπίνγκ κέρδισε μια τρίτη θητεία στο Συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος τον περασμένο μήνα, ενισχύοντας την εικόνα του ως ο ισχυρότερος Κινέζος ηγέτης από τον Μάο Τσε Τουνγκ. Αυτό εγείρει φόβους στην Ταϊβάν, αλλά και στην Ουάσινγκτον, ότι η Κίνα θα εντείνει τις προσπάθειές της για την επανένωσή της με το νησί.
Οι δύο ηγέτες δεν έχουν συναντηθεί αυτοπροσώπως από τότε που ο Μπάιντεν εξελέγη πρόεδρος τον Ιανουάριο του 2021. Λόγω της πανδημίας της Covid-19, ο Σι δεν είχε ταξιδέψει καθόλου στο εξωτερικό από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο όταν ταξίδεψε στο Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος τονίζει συχνά τη μακροχρόνια σχέση του με τον Κινέζο ηγέτη, η οποία ξεκίνησε όταν ο Μπάιντεν ήταν ακόμη αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα.
Η τελευταία τους συνομιλία ήταν στα τέλη Ιουλίου και οι ομάδες του Λευκού Οίκου εργάστηκαν επί εβδομάδες για να οργανώσουν μια κατ’ ιδίαν συνάντηση στο Μπαλί.
Έκτοτε, η ένταση μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Πεκίνου δεν έχει υποχωρήσει, αντιθέτως.
Αυτή η όξυνση αφορά την Ταϊβάν, αλλά και τη θέση κάθε δύναμης απέναντι στη Ρωσία και την εισβολή της στην Ουκρανία, καθώς και τον τεχνολογικό και εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, τη στιγμή που οι Αμερικανοί προσπαθούν να αναβιώσουν τη δική τους βιομηχανία αιχμής για να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα.
Αμερικανός υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος, μετά την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για τη συνάντηση των δύο ηγετών δήλωσε πως ο πρόεδρος των ΗΠΑ ελπίζει να οικοδομήσει μια βάση για τις σχέσεις με την Κίνα κατά τη συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο, αλλά θα είναι ειλικρινής σε ό,τι αφορά τις ανησυχίες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Ταϊβάν και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο αξιωματούχος τόνισε ότι δεν θα υπάρξει κοινό ανακοινωθέν μετά τη συνάντηση, η οποία δεν γεννά προσδοκίες για συγκεκριμένες συμφωνίες.
«Ο πρόεδρος πιστεύει ότι είναι κρίσιμης σημασίας να οικοδομήσουμε μια βάση για τη σχέση και να διασφαλίσουμε ότι υπάρχουν κανόνες που δεσμεύουν τον ανταγωνισμό μας», είπε ο αξιωματούχος σε δημοσιογράφους.
«Περιμένω ότι ο πρόεδρος θα είναι ειλικρινής σχετικά με ορισμένες από τις ανησυχίες μας, συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας της ΛΔΚ που απειλεί την ειρήνη και τη σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν, καθώς και τις μακροχρόνιες ανησυχίες μας για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», σημείωσε.
Υπάρχει επίσης μια προσδοκία ότι θα συζητηθεί ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία και η Βόρεια Κορέα, είπε ο ίδιος αξιωματούχος.
«Θεμελιώδης κίνδυνος η Κίνα»
Στο νέο αμυντικό δόγμα των Ηνωμένων Πολιτειών η Κίνα περιγράφεται ως «θεμελιώδης» κίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας τις επόμενες δεκαετίες, ενώ η Ρωσία αποτελεί μια «άμεση, έντονη απειλή».
Το νέο δόγμα, που είχε δοθεί στη δημοσιότητα στις 27 Οκτωβρίου, καθορίζει τη στρατηγική των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων για τα επόμενα χρόνια.
Το Πεκίνο «είναι ο μοναδικός ανταγωνιστής που έχει ταυτόχρονα την πρόθεση να τροποποιήσει την παγκόσμια τάξη και, ολοένα και περισσότερο, τα μέσα για να το κάνει» είχε υπογραμμίσει κατά την παρουσίαση του δόγματος ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Όστιν.
«Σε αντίθεση με την Κίνα, η Ρωσία δεν συνιστά συστημική απειλή για τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα. Αλλά είναι μια άμεση και έντονη απειλή για τα συμφέροντα και τις αξίες μας», επισήμανε ο ίδιος.
Το νέο αμυντικό δόγμα, που δημοσιοποιήθηκε ταυτόχρονα με την πυρηνική και την αντιβαλλιστική στρατηγική των ΗΠΑ, αναφέρεται στις πιέσεις που ασκεί το Πεκίνο στην Ταϊβάν, καθώς η Ουάσινγκτον ανησυχεί ότι το Πεκίνο θα επιδιώξει την επανένωση του νησιού με την ηπειρωτική Κίνα.
«Η ολοένα και πιο προκλητική ρητορική και οι ενέργειες εξαναγκασμού της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν είναι αποσταθεροποιητικές, με κίνδυνο να προκαλέσουν παρανοήσεις και απειλούν την ειρήνη και τη σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν» αναφέρεται στο κείμενο έκτασης 20 σελίδων.
Μια μεγαλύτερη εκδοχή του, που έχει χαρακτηριστεί αμυντικό απόρρητο, στάλθηκε στο Κογκρέσο πριν από μερικούς μήνες.
Το Πεντάγωνο πάντως σημειώνει ότι «μια σύγκρουση με την Κίνα δεν είναι ούτε αναπόφευκτη, ούτε επιθυμητή».