Θυμό και απογοήτευση έχει προκαλέσει στο Ρέθυμνο η απόφαση για την αποφυλάκιση του Νίκου Σειραγάκη, μόλις μετά από 8 χρόνια συνολικής ποινής που εξέτισε, από τα 401 χρόνια φυλάκισης που είχε καταδικαστεί, τόσο πρωτόδικα όσο και στο εφετείο. Μπορεί σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα τα 25 χρόνια να ήταν το μέγιστο που θα έπρεπε να εκτίσει, όμως κανείς δεν περίμενε πως με την πρώτη αίτηση που θα κατέθετε, θα είχε θετική απάντηση.
Την οργή του δεν έκρυψε και ο Προεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Ευάγγελος Μουνδριανάκης, ο οποίος είχε παρασταθεί ως πολιτική αγωγή, τόσο στην εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, όσο και στο Εφετειο.
«Η Δικαιοσύνη στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής της αρμοδιότητας, έπραξε στο ακέραιο το καθήκον της, επιβάλλοντας μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δικαστικά χρονικά ποινή, στον καταδικασθέντα Σειραγάκη. 401 χρόνια κάθειρξη! Δεν έχει επιβληθεί ποτέ μεγαλύτερη ποινή σε τέτοια αδικήματα και σ’έναν εγκληματία. Κατά συγχώνευση 220 χρόνια.»
Ο κ. Μουνδριανάκης εξήγησε ότι η αποφυλάκιση προέκυψε με τις ευεργετικές διατάξεις του ποινικού κώδικα, όσον αφορά τον τρόπο έκτισης της ποινής. «Οι φυλακές έχουν την επιδίωξη του σωφρονισμού. Επετεύχθη ο σωφρονισμός αυτός στον Σειραγάκη; Αν κρίνω από την απολογία του στο Δικαστήριο, η οποία ήταν θρασύτατη, ήταν προκλητική, ήταν υπόδειγμα αμετανόητου εγκληματία, ανθρώπου ο οποίος προσπάθησε να επιρρίψει τις ευθύνες του στα θύματά του, τότε ο σωφρονισμός αυτός δεν έχει επιτευχθεί.»
Το θυμό τους σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, δεν έκρυψαν και μέλη οικογενειών, που τα παιδιά τους είχαν πέσει θύματα του Νίκου Σειραγάκη, πριν από περίπου δέκα χρόνια.
«Είναι πάρα πολύ στεναχωρημένοι και απογοητευμένοι, όχι από τη Δικαιοσύνη, αυτή καθαυτή, η οποία έπραξε το καθήκον της στο ακέραιο, αλλά όσον αφορά τη μεταχείριση αυτού του τύπου των εγκληματιών και του συγκεκριμένου εγκληματία. Η προσωπική μου άποψη, αλλά και ειδικών εγκληματολόγων, κοινωνιολόγων, και ψυχολόγων, είναι ότι αυτού του τύπου τα εγκλήματα, θα πρέπει να εξετάζονται, λαμβάνοντας υπόψη κι άλλες παραμέτρους, οι οποίες θα μπορούν επιστημονικά να πιστοποιήσουν αν όντως υπάρχει μεταμέλεια, γιατί εδώ δεν πρόκειται περί αρρώστου, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Εδώ πρόκειται περί διαστροφής χαρακτήρα.», κατέληξε ο κ. Μουνδριανάκης.