Μια ιδιαίτερη περιοδεύουσα έκθεση αφιερωμένη στη ζωή και το έργο του φιλέλληνα ζωγράφου John Craxton (1922-2009) θα ξεκινήσει το ταξίδι της τον Απρίλιο, με πρώτο σταθμό το Μουσείο Μπενάκη, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Από τον Οκτώβριο του 2022 μέχρι τον Ιανουάριο του 2023 η έκθεση θα μεταφερθεί στην Κρήτη, στην Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων και στη συνέχεια θα παρουσιαστεί και στο Λονδίνο. Η ιστορία του καλλιτέχνη, γεμάτη με αισιοδοξία που αντικατοπτρίζεται στους εξαίσιους πίνακές του, καταγράφει ένα επικό ταξίδι από το σκοτάδι στο φως.
Η ζωή του Craxton ήταν γεμάτη μαγεία. Προικισμένος με εξαιρετικό ταλέντο και με την εύνοια της τύχης, υπήρξε ένας ηρωικός ηδονιστής – ζούσε για την απόλαυση και την αποτύπωνε στη ζωγραφική του.
Αυτός ο κοσμοπολίτης νομάς καταξιώθηκε ως καλλιτέχνης από πολύ νεαρή ηλικία, κατά τα χρόνια του πολέμου στο Λονδίνο, μαζί με τον καλύτερό του φίλο, τον Lucian Freud. Πάντα, όμως, λαχταρούσε την Ελλάδα.
Γόνος μιας μεγάλης, μουσικόφιλης και μποέμικης οικογένειας του Λονδίνου με ευρύ κοινωνικό κύκλο, ο Craxton ήταν ένα αναρχικό πνεύμα που ήθελε μόνο να ζωγραφίζει – και έμαθε μέσα από το βλέμμα. Ανακάλυψε το έργο του Ελ Γκρέκο και του Πικάσο ενώ ήταν ακόμα έφηβος και αγάπησε την αρχαία ελληνική τέχνη στα μουσεία που επισκεπτόταν συχνά. Όμως, αυτό που ονειρευόταν ήταν μια ζωή γεμάτη φως. Έκανε το πρώτο βήμα για το ταξίδι προς τον Νότο πηγαίνοντας για να σκιτσάρει στο Παρίσι το 1939, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αγγλία λόγω του επικείμενου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έμεινε εγκλωβισμένος εκεί για έξι ατελείωτα χρόνια κι έγινε γνωστός ως ένα εκκεντρικό παιδί-θαύμα της τέχνης.
Χάρη στην προσωπική του γοητεία κατάφερε να επιβιβαστεί σε μαχητικό αεροπλάνο μαζί με τη σύζυγο του Βρετανού πρέσβη στην Ελλάδα και προσγειώθηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1946. Κατά τις επόμενες δεκαετίες εξερεύνησε το Αιγαίο και παραδόθηκε στη σαγήνη του. Από τη στιγμή που έφτασε στη χώρα έως τον θάνατό του, όλο σχεδόν το έργο του εξυμνούσε τη ζωή, το φως και τα τοπία της Ελλάδας.
Πριν την έλευση του μαζικού τουρισμού, ο John Craxton απολάμβανε την επιβίωση του μυθικού στοιχείου στην καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας, η οποία έμοιαζε απαράλλαχτη από τα χρόνια του Ομήρου. Είχε πολλούς διάσημους φίλους και σχεδίασε περίφημα εξώφυλλα για τα βιβλία του Paddy Leigh Fermor, καθώς και ένα μπαλέτο για τη Margot Fonteyn. Προτιμούσε, όμως, να ζωγραφίζει τους απλούς ανθρώπους – βοσκούς μαζί με τις οικογένειές τους, ναυτικούς και στρατιώτες‒ με τους οποίους του άρεσε να περνάει τον χρόνο του.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις –και μεγάλα διαστήματα φιλοξενίας στο αρχοντικό του πιο στενού καλλιτέχνη φίλου του, του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στην Ύδρα– μετακόμισε σε ένα παλιό σπίτι στο λιμάνι των Χανίων. Φημιζόταν για το ιδιαίτερο χιούμορ του, είτε μιλούσε αγγλικά είτε ελληνικά. Είπε κάποτε: «Όταν δεν είχα μοτοσικλέτα, ένιωθα σαν Κένταυρος που μεταμορφώνεται σε κουνιστό αλογάκι». Παρά την ευρυμάθειά του, αποτέλεσμα προσωπικής μελέτης παρά συστηματικών σπουδών, ουσιαστικά ήταν ένας αφελής ξένος. Το μεγάλο του θάρρος ή η αμεριμνησία του τον έβαζαν σε μπελάδες. Όταν εξορίσθηκε από την Ελλάδα κατά την περίοδο της Χούντας, ειπώθηκε πως το είχε παρατραβήξει με τα αστεία του – πόσες φορές μπορούσε να χλευάσει την εξουσία και να τη βγάλει καθαρή;
Κατά τα σχεδόν δέκα ανήσυχα χρόνια της εξορίας του ταξίδεψε στο Εδιμβούργο –«την Αθήνα του Βορρά»– προκειμένου να σχεδιάσει και να επιβλέψει τη δημιουργία μιας ταπισερί που απέτινε φόρο τιμής στην παραδοσιακή κρητική υφαντουργία και στη μυθολογία, το κλίμα, τα τοπία και τον αισθησιασμό της Ελλάδας. Η ταπισερί Τοπίο με στοιχεία της φύσης θα ταξιδέψει για πρώτη φορά από τη Σκοτία στην Ελλάδα και θα αποτελέσει το κεντρικό έκθεμα της έκθεσης.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα κατά τη Μεταπολίτευση ήταν για εκείνον το πιο πολύτιμο δώρο στην πορεία της καλότυχης ζωής του. Μετά την επανεγκατάστασή του στο σπίτι του στα Χανιά, η αέναα εξελισσόμενη τέχνη του αναγεννήθηκε. Αφομοίωσε σταδιακά όλες τις εποχές της ελληνικής δημιουργικότητας –τη γλυπτική της αρχαιότητας, τα βυζαντινά ψηφιδωτά, την εικονογραφία της Κρήτης– και έσμιξε μαζί το αρχαίο και το σύγχρονο, μέσα στην ίδια μεγαλεπήβολη εικόνα. Εξέφραζε με παιχνιδιάρικο τρόπο τη βαθιά του αγάπη για τους ανθρώπους, τις κατσίκες και τις γάτες.
Ο John Craxton περιφρονούσε τη φήμη του καλλιτέχνη. Δεν νοιαζόταν καν να ολοκληρώσει τους πίνακές του, πόσο μάλλον να τους πουλήσει. Εάν το έργο του φανερώνει ένα πράγμα για εκείνον, είναι ότι προτιμούσε τη ζωή από την τέχνη: τη ζωή στην Ελλάδα, πάνω απ’ όλα. Πέθανε σε νοσοκομείο του Λονδίνου το 2009 και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο λιμάνι των Χανίων. Έγινε πια κι αυτός κομμάτι της ζωγραφιάς.
Καθώς πολλά από τα έργα του δεν έχουν παρουσιαστεί ποτέ, μόλις τώρα μπορούμε να εκτιμήσουμε αυτό που υπήρξε: ένας απαράμιλλος πορτραιτίστας και τοπιογράφος στην Ελλάδα των μέσων του 20ού αιώνα.
Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη φιλοξενεί 90 έργα χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες, πολλά από αυτά άγνωστα έως τώρα και προερχόμενα από το Craxton Estate. Καλύπτουν όλες τις περιόδους της σταδιοδρομίας του καλλιτέχνη: χαρακτικά και σχέδια, πίνακες ζωγραφικής, μια εντυπωσιακή ταπισερί, καθώς και φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα.
Ο Ian Collins, φίλος και εκτελεστής της διαθήκης του John Craxton, έχει επιμεληθεί την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, η οποία συμπίπτει με την έκδοση της καταξιωμένης βιογραφίας του Craxton σε ελληνική μετάφραση με τίτλο: John Craxton, Ο αγαπημένος της ζωής. Μια ελληνική ψυχή, από τις εκδόσεις Πατάκη.