Το τελευταίο διάστημα η κοινωνία μας δοκιμάζεται τόσο από εγκλήματα που αποκαλύπτονται όσο και από τα κοινωνικά και άλλα παρεπόμενά τους.
Από τη μια ο αποτροπιασμός για τις εγκληματικές συμπεριφορές και από την άλλη οι αντιδράσεις «αγανακτισμένων» που παραπέμπουν σε όχλο, σε συνδυασμό με την κάλυψη των υποθέσεων από τα ΜΜΕ που μετατρέπουν την εκάστοτε τραγωδία σε εμπορικό «υπερθέαμα».
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς «πόσο» τεκμήριο αθωότητας και «πόση» δίκαιη δίκη αντέχουμε τελικά;
Αντέχουν κάποιοι από εμάς τους δικηγόρους όταν αναλαμβάνουν την πλευρά του θύματος να μην ξεχνάνε τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και να μην «ξημεροβραδιάζονται» στα ΜΜΕ διαρρέοντας το περιεχόμενο των δικογραφιών;
Αντέχουν οι επιστήμονες που εμπλέκονται στην ποινική δίκη να μην μετατρέπονται σε τηλε-δικαστές, ευτελίζοντας την επιστήμη τους και το λειτούργημα που ασκούν;
Αντέχουν τα ΜΜΕ να μην παραβιάζουν καθημερινά το νόμο, δημοσιοποιώντας τα ονόματα και τις εικόνες των κατηγορουμένων;
Αντέχει η Δικαιοσύνη μας να αντιστέκεται, όταν χρειάζεται, στην τεράστια πίεση που ασκεί η κοινή γνώμη, ώστε να έχει τη νηφαλιότητα να διαμορφώνει τις κρίσεις της αποκλειστικά με βάση το νόμο και τις αποδείξεις που έχει στη διάθεσή της;
Αντέχουμε τελικά ως πολίτες να αρκούμαστε στην ποινή που θα επιβληθεί σε έναν εγκληματία, μετά από μια νόμιμη και συνήθως αργή διαδικασία, αντί να ζητάμε επιπλέον το λυντσάρισμα ή και το θάνατό του ακόμα;
Η απάντηση είναι απλή. Είτε το αντέχουμε είτε όχι, το χρέος παραμένει ίδιο. Οφείλουμε να σεβόμαστε το τεκμήριο αθωότητας όπως όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα από συναισθήματα, εικασίες, προσωπικές αδυναμίες και συμφέροντα. Να θυμόμαστε ότι όταν υπερασπιζόμαστε το τεκμήριο αθωότητας και την αρχή της δίκαιης δίκης δεν υποστηρίζουμε τους εγκληματίες και τις πράξεις τους, αλλά –αντίθετα– αγαπάμε και στηρίζουμε τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία.
Γιατί το «πρόβλημα» με τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ότι πρέπει να τα αναγνωρίζουμε πάντοτε, σε όλους. Ακόμα και σ’ αυτούς που απεχθανόμαστε.