Η Δημοκρατία, εκτός από θεωρητική έννοια, αποτελεί ένα σύστημα διακυβέρνησης. Παραμένει το πιο αντιπροσωπευτικό, αλλά και το πιο ευεπίφορο σε εσωτερικές υπονομεύσεις, ιδίως στο πλαίσιο της μεταβιομηχανικής εποχής. Η Δημοκρατία απισχνάται και η αντιπροσωπευτικότητα νοθεύεται όταν η υπερσυγκέντρωση εξουσίας συνοδεύεται από ουσιαστική απουσία θεσμικών αντίβαρων. Τότε η εξουσία γίνεται ανεξέλεγκτη και η κοινωνία δεν μπορεί να παραμένει απαθής.
Όσα ζούμε τις τελευταίες ημέρες, παρωνυχίδα του ευρύτερου σκανδάλου των υποκλοπών, καταδεικνύουν την ανάγκη θεσμών ελέγχου εκάστης εξουσίας. Πολιτικής ή άλλης. Πράγματι, ο Χρήστος Ράμμος, Πρόεδρος της ΑΔΑΕ (ανεξάρτητης και συνταγματικά κατοχυρωμένης Αρχής) ζήτησε να ενημερώσει – ως όφειλε – το κοινοβούλιο και συγκεκριμένα την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για τα αποτελέσματα των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτών της ΑΔΑΕ. Οι εκπρόσωποι του κοινοβουλίου αντί να ορίσουν άμεσα συνεδρίαση έκαναν ότι δεν κατάλαβαν. Ειρωνεύτηκαν ότι δήθεν ο Ράμμος «αυτοπροσκλήθηκε» λησμονώντας διάταξη νόμου που οι ίδιοι υπερψήφισαν πριν λίγο καιρό.
Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 5002/2022 ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ έχει δικαίωμα – αλλά και υποχρέωση – να ενημερώνει τόσο τον Πρόεδρο της Βουλής όσο και τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων και τον Υπουργό Δικαιοσύνης για θέματα που αφορούν τις άρσεις απορρήτου επικοινωνιών. Σοφώς ποιών, ζήτησε να ενημερώσει πρώτα τη βουλή, τον κορυφαίο δημοκρατικό θεσμό της χώρας. Όταν οι εκπρόσωποι της τελευταίας τον αγνόησαν – παραβαίνοντας το καθήκον τους τόσο από ηθική άποψη όσο και σύμφωνα με όσα ο Ποινικός Κώδικας ορίζει, καθόσον γνώριζαν τη σημασία και την ανάγκη θεσμικής γνώσης των ευρημάτων των ελέγχων της ΑΔΑΕ – ενημέρωσε, επισήμως, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τα υπόλοιπα κόμματα.
Η ΑΔΑΕ υπενθυμίζει σε όλους την ανάγκη αλληλοελέγχου των εξουσιών. Εκεί που η Δικαστική εξουσία είτε από ραθυμία είτε από ανεπίτρεπτο κομματικό εναγκαλισμό εμφανίζεται ανεπαρκής να προστατεύσει τον πολίτη και το κοινωνικό σύνολο, οι ανεξάρτητες Αρχές καταδεικνύουν ότι ο ρόλος που τους ανέθεσε ο ιστορικός νομοθέτης μόνον διακοσμητικός δεν είναι. Η ΑΔΑΕ επέμεινε στη διαφύλαξη της συνταγματικώς και νομοθετικώς εμπιστευμένης σε αυτήν αποστολής, καταδεικνύοντας τη διαφορά από τη διαδικασία ενημέρωσης – η οποία επανήλθε μεν πρόσφατα με τον ν. 5002/2022 (άρ. 4 § 7), αλλά με τρόπο που εγείρει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) – από τις ελεγκτικές εξουσίες που ο ίδιος ο νόμος τις παρέχει (άρθρο 6 § 1 του ν. 3115/2003). Στο πλαίσιο του νόμου, λοιπόν, η ΑΔΑΕ διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, σε εγκαταστάσεις, αρχεία ή έγγραφα της ΕΥΠ, καθώς και τηλεπικοινωνιακών παρόχων. Η ανωτέρω διάταξη έχει σαφές συνταγματικό έρεισμα (άρ. 19 § 2 Σ.), καθιστώντας μη σύννομη οποιαδήποτε Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Αρείου Πάγου που προσπαθεί να περιορίσει ψευδοερμηνευτικά το ανωτέρω κανονιστικό πεδίο.
Πέραν των νομικών ζητημάτων, όμως, η συγκεκριμένη υπόθεση ανέδειξε και εξόχως πολιτικά ερωτήματα. Πόσο δικαιοπολιτικά ορθό είναι τα στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας (υπουργοί και βουλευτές) να στρέφονται προσωπικά κατά των στελεχών της ΑΔΑΕ επειδή έκαναν τη δουλειά τους; Επιθυμούμε θεσμικά αντίβαρα ή γλάστρες; Πόσο θεμιτό είναι να καταπίνουμε αμάσητο το γεγονός ότι παρακολουθούνταν το σύνολο της στρατιωτικής ηγεσίας και κορυφαίος υπουργός από την ίδια την κυβέρνησή του; Ποιος ο σκοπός της «τυπικά νόμιμης», αλλά ουσιαστικά παράνομης παρακολούθησης (παράνομης διότι μολονότι είχε τυπική έγκριση από την αρμόδια εισαγγελέα ουδόλως σχετίζονταν αιτιωδώς με την εθνική ασφάλεια); Γιατί οι κρατούντες φοβούνται τον έλεγχο και τη λογοδοσία; Εντέλει πόση Δημοκρατία αντέχουμε;