Μία νέα, μεγάλη έρευνα σε εκατομμύρια ανθρώπους, αποκαλύπτει πως η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης σε μεγαλύτερη ηλικία.
Επιστήμονες βρίσκουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι όσοι ζουν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα ρύπανσης, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο κατάθλιψης από εκείνους που ζουν σε περιοχές με καθαρότερο αέρα.
Η νέα μελέτη είναι μία από τις πρώτες που εξετάζει τους συσχετισμούς μεταξύ της μακροχρόνιας έκθεσης σε κακής ποιότητας αέρα, και του κινδύνου κατάθλιψης που διαγιγνώσκεται μετά την ηλικία των 64 ετών. Η κατάθλιψη σε ηλικιωμένα άτομα συνδέεται, εκτός των άλλων, με προβλήματα πνευματικής διαύγειας και σωματικά προβλήματα, ακόμα και με τον θάνατο.
Προηγούμενες έρευνες είχαν καταδείξει ότι η διάγνωση με κατάθλιψη είναι πιο σπάνια στους ηλικιωμένους από ότι στις νεότερες ηλικίες. «Αυτός είναι ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους θέλαμε να πραγματοποιήσουμε αυτή την ανάλυση», εξήγησε η Δρ Σίνιε Κιου, από τους συγγραφείς της νέας μελέτης, που δημοσιεύθηκε σήμερα στο JAMA Network Open. Η Κιου είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Περιβαλλοντικής Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Χάρβαρντ. «Παραδόξως, ανακαλύψαμε έναν μεγάλο αριθμό διαγνώσεων με κατάθλιψη, με καθυστερημένη εκδήλωση, σε αυτή τη μελέτη», λέει.
Οι ερευνητές εξέτασαν στοιχεία για περισσότερους από 8,9 εκατομμύρια ασφαλισμένους μέσω του Medicare και διαπίστωσαν ότι πάνω από 1,52 εκατομμύρια είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη, σε μεγαλύτερη ηλικία στη ζωή τους. Ο πραγματικός αριθμός είναι πιθανώς μεγαλύτερος, καθώς μελέτες δείχνουν ότι η κατάθλιψη είναι πιο δύσκολο να διαγνωστεί σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας και αρκετά περιστατικά περνούν απαρατήρητα.
Για να προσδιορίσουν την πιθανή έκθεση των συμμετεχόντων σε ατμοσφαιρική ρύπανση, η Κιου και οι συνάδελφοί της εξέτασαν τις περιοχές που διέμεναν τα άτομα που διαγνώστηκαν με κατάθλιψη και δημιούργησαν μοντέλα με τα οποία εκτίμησαν τα επίπεδα έκθεσης σε κακή ποιότητα αέρα, κατά μέσο όρο, σε ετήσια βάση.
Οι ερευνητές εξέτασαν την έκθεση των συμμετεχόντων σε τρία είδη ατμοσφαιρικής ρύπανσης: ρύπανση από μικροσκοπικά σωματίδια PM2.5 (τα σωματίδια PM2.5 μπορούν να διαπεράσουν τους πνεύμονες και να εισχωρήσουν στην κυκλοφορία του αίματος), εκπομπές διοξειδίου του αζώτου (παραπροϊόντα της καύσης από την κυκλοφορία οχημάτων) και ρύπανση όζοντος (από τα αυτοκίνητα, τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής και τα διυλιστήρια).
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που ζούσαν σε περιοχές με υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης μακροπρόθεσμα διέτρεχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνωστούν με κατάθλιψη.
Ο συσχετισμός ήταν ακόμα μεγαλύτερος μεταξύ της κατάθλιψης και της έκθεσης σε σωματιδιακή ρύπανση PM2.5 ή διοξείδιο του αζώτου, σε χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Ο μεγαλύτερος συσχετισμός μπορεί επομένως να οφείλεται στο ότι αυτές οι κοινωνικές ομάδες εκτίθενται ταυτόχρονα σε στρες και κακές περιβαλλοντικές συνθήκες, αναφέρει η μελέτη.
Είναι επίσης πιθανό ότι οι άνθρωποι που ζουν σε περιοχές με ατμοσφαιρική ρύπανση, αναπτύσσουν σωματικά προβλήματα που συνδέονται με την επιδείνωση της ψυχιατρικής υγείας, υπογραμμίζει η μελέτη.
Η Κιου ανησυχεί ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις που θα έχει η κλιματική αλλαγή στην ψυχική υγεία. Η ρύπανση του όζοντος θα αυξάνεται καθώς ο πλανήτης θερμαίνεται, και η μελέτη διαπίστωσε ότι αυτό το είδος της ρύπανσης συνδεόταν περισσότερο με την κατάθλιψη σε μεγαλύτερη ηλικία, από ό,τι η ρύπανση από σωματίδια PM2.5 ή διοξείδιο του αζώτου.