Μια ιδιαίτερη κατηγορία ψηφοφόρων είναι όσοι ακολουθούν προσωποπαγώς και φανατικά κάποιον συγκεκριμένο πολιτευτή.
Όσοι ψηφίζουν λ.χ. «Κουγιουμουτζή», ανεξαρτήτως του κόμματος ή της παράταξης στην οποία αυτός συμμετέχει κι αδιαφορώντας στ’ αλήθεια για τα –προσχηματικά- πολιτικά του πιστεύω.
Αν αύριο ο «Κουγιουμουτζής» αποφασίσει να αποχωρήσει από το τάδε κόμμα και να ενσωματωθεί στο δείνα, θα σέρνει μαζί του και τη στρατιά με τους βαμμένους ψηφοφόρους του.
Αυτοί οι τελευταίοι δεν ψηφίζουν «Κουγιουμουτζή» επειδή αναγνωρίζουν τις πολιτικές του αρετές και επιβραβεύουν τη χαρισματική του προσωπικότητα.
Αντιθέτως, ως πολιτικοί δουλοπάροικοι, εκχωρούν στον πολιτικό τους πάτρωνα την ψήφο τους, αναμένοντας –φυσικά- ανταπόδοση: μόλις χρειαστούν κάτι, ο πολιτικός τους φεουδάρχης πρέπει να είναι εκεί για να τους προστατέψει ή να τους εξυπηρετήσει.
Στο σύμπαν τους, η συναλλαγή και ο εκβιασμός είναι οι μόνες πολιτικές έννοιες που έχουν αξία και υπόσταση.
Το ενδεχόμενο ν’ απαλλαγούν απ’ τον πολιτικό τους βοσκό φαντάζει σχεδόν αδιανόητο· το πολύ – πολύ να τον αλλάξουν. Άλλωστε δεν έχουν μάθει κι άλλον τρόπο πέρα απ’ το μαντρί και γαλουχήθηκαν με την αντίληψη πως σαν βγεις απ’ το μαντρί, σε τρώνε οι λύκοι.
Οι εκλογές είναι γι’ αυτούς απλώς μια ευκαιρία για να υποβάλουν εκ νέου τα σέβη τους στον πολιτικό τους πασά και ν’ ανανεώσουν το ανομολόγητο συμβόλαιό τους.
Ακόμη κι όταν μια μέρα ο πολιτικός κοτζάμπασης εγκαταλείψει τα εγκόσμια, κάποιος επίγονός του θα κληρονομήσει τους ψηφοφόρους του.
Κι όσο οι πολιτικοί δουλοπάροικοι αποτελούν κρίσιμο ποσοστό του εκλογικού σώματος, τόσο θα διαιωνίζεται κι ο πολιτικός μεσαίωνας μες στον οποίο ζούμε.