«Η πανδημία έδειξε ότι η νανοτεχνολογία προσφέρει μια γρήγορη «μετάφραση» στην κλινική πράξη των σκευασμάτων που βρίσκονται σε προκλινικές μελέτες, κι αυτό είναι παράδειγμα που θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη προϊόντων με βάση τις αρχές και τους νόμους που τη διέπουν» τόνισε στον ΣΚΑΪ Κρήτης και την Ελένη Βακεθιανάκη η Επίκουρη καθηγήτρια Φαρμακευτικής Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αναστασία-Γεωργία Πίππα.
Όπως ανέφερε, νανοφάρμακα υπάρχουν από το 1995. Έως σήμερα διάφορα φάρμακα και εμβόλια μορφοποιούνται σε σκευάσματα νανοτεχνολογίας προκειμένου να χορηγούνται στους ασθενείς.
«Αυτή τη στιγμή, δύο εμβόλια έχουν αναπτυχθεί με βάση αυτήν την τεχνολογία, όπου το mRNA έχει εγκλωβιστεί σε λιπιδικούς φορείς που είναι σε νανοκλίμακα, χωρίς τους οποίους το mRNA δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί στους ασθενείς. Συνεπώς, αυτό που προσφέρει σήμερα στην επιστήμη η νανοτεχνολογία είναι μια ταχεία κλινική μετάφραση των mRNA εμβολίων, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό στην εποχή της πανδημίας, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι για την ανάπτυξη κάποιου φαρμάκου ή εμβολίου απαιτούνται συνήθως 5-10 χρόνια» επισήμανε η κα. Πίππα.
Σύμφωνα με την ίδια, η νανοτεχνολογία προσφέρει πολύ μικροσκοπικά – της τάξεως του ενός δισεκατομμυριοστού του μέτρου – έξυπνα «οχήματα» μεταφοράς των φαρμάκων, που έχουν τη δυνατότητα να στοχεύουν μόνο στον πάσχοντα ιστό, συνεπώς μειώνονται οι ανεπιθύμητες παρενέργειες. Προσφέρουν επίσης μεγαλύτερο χρόνο δράσης του φαρμάκου, δηλαδή ο ασθενής μπορεί να λαμβάνει το συγκεκριμένο σκεύασμα λιγότερες φορές, οπότε συμμορφώνεται ευκολότερα στη δοσολογία.
Η κα. Πίππα κατέληξε ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων δίνει μεγάλη σημασία στην ασφάλεια των ασθενών, γι’ αυτό και έχει ξεκινήσει τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια μια ανοιχτή συζήτηση για τη νανοτεχνολογία και τι πρέπει να γίνει συνολικά ώστε να εξασφαλιστεί ότι αυτή η τεχνολογία θα φτάσει στον τελικό καταναλωτή μόνο προς όφελός του.