Η Ρωσία συμφώνησε με τις χώρες του ΟΠΕΚ+ σε μία ακόμα μείωση των εξαγωγών πετρελαίου, σε μια απόφαση η οποία αναμένεται να δημοσιευθεί την επόμενη εβδομάδα.
Σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, αυτό δήλωσε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσίας Αλεξάντερ Νόβακ σε συνάντηση που είχε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
«Ναι, καταλήξαμε σε συμφωνία. Αλλά θα ανακοινώσουμε δημόσια τους κύριους όρους της συμφωνίας την επόμενη εβδομάδα», είπε, απαντώντας σε ερώτηση του Πούτιν εάν η κυβέρνηση κατάφερε να συμφωνήσει με τους εταίρους του ΟΠΕΚ για τη μείωση των ρωσικών προμηθειών πετρελαίου στις ξένες αγορές.
Νωρίτερα, ο Νόβακ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η Ρωσία να επεκτείνει τις εθελοντικές δεσμεύσεις για τον περιορισμό των προμηθειών πετρελαίου στις διεθνείς αγορές μέχρι τον Οκτώβριο, αλλά σημείωσε ότι είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε γι’ αυτό. Πρόσθεσε επίσης ότι τον Αύγουστο η χώρα εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της.
Όπως γράφει το TASS, τον Μάρτιο, η Ρωσία άρχισε να μειώνει οικειοθελώς την παραγωγή πετρελαίου κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα από τον μέσο όγκο του Φεβρουαρίου. Οι περικοπές παρατάθηκαν πολλές φορές – πρώτα μέχρι τον Ιούνιο, μετά μέχρι το τέλος του 2023. Μετά τη συνάντηση του ΟΠΕΚ+, που πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιουνίου στη Βιέννη, η εθελοντική μείωση της παραγωγής πετρελαίου παρατάθηκε μέχρι το τέλος του 2024.
Η Σαουδική Αραβία
Σύμφωνα με το Bloomberg, η δήλωση από τη Ρωσία, έναν από τους δύο de facto ηγέτες του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών και των συμμάχων του, έρχεται εν μέσω εκτιμήσεων της αγοράς ότι και η Σαουδική Αραβία θα παρατείνει τη μείωση της προσφοράς πετρελαίου κατά 1 εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα κατά ένα μήνα έως τον Οκτώβριο.
Ενώ οι παγκόσμιες αγορές αργού δέχονται πιέσεις καθώς η ζήτηση σκαρφαλώνει σε επίπεδα ρεκόρ, το ράλι τιμών αυτού του καλοκαιριού έχει σταματήσει λόγω της αυξανόμενης ανησυχίας για την οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα.
Οι τιμές του πετρελαίου εκτινάχθηκαν σε υψηλό έξι μηνών πάνω από τα 88 δολάρια το βαρέλι στο Λονδίνο τον περασμένο μήνα, αλλά έκτοτε έχουν υποχωρήσει καθώς η Κίνα – ο μεγαλύτερος εισαγωγέας – αντιμετωπίζει κρίσεις που κυμαίνονται από την ανεργία των νέων έως την αναταραχή στις βιομηχανίες ακινήτων και του σκιώδους τραπεζικού κλάδου.