«Η αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα στη χώρα μας ενδέχεται να προσελκύσει φυτικά είδη των ξηρών ή και ερημικών περιοχών της Βορείου Αφρικής, και να εκτοπίσει ιθαγενή είδη. Το δε ισοζύγιο αριθμού των ειδών ενδέχεται να είναι θετικό στη νέα θερμή κλιματική κατάσταση».
Αυτά τονίζει ο Μιχάλης Βραχνάκης, καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας, Επιστημών Ξύλου και Σχεδιασμού του πανεπιστημίου Θεσσαλίας με έδρα την Καρδίτσα, για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην βιοποικιλότητα, με βάση σχετικές έρευνες.
Ο ίδιος μιλά για τρία σημεία στο πώς επιδρά η βιοποικιλότητα. Κάθε είδος, όσον αφορά το πρώτο σημείο, είναι προσαρμοσμένο σε συγκεκριμένα κλιματικά εύρη, οποιαδήποτε αλλαγή των κλιματικών παραμέτρων αναμένεται να επιδράσει και να αλλάξει, σε μεσοπρόθεσμη βάση, τη χλωρίδα μίας περιοχής. Αυτό σημαίνει ότι το τελικό αποτέλεσμα, αν θεωρήσουμε ότι κλιματικό προφίλ σταθεροποιείται σε 20-30 χρόνια, ο αριθμός των ειδών των φυτών (άρα και των ζώων) ενδέχεται να είναι υψηλότερος έναντι του παρόντος αριθμού.
Για το δεύτερο σημαντικό σημείο της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής, τονίζει πως σίγουρα θα χαθούν είδη μοναδικά/ενδημικά της ελληνικής ίσως και της παγκόσμιας χλωρίδας, τα είδη όμως, που θα εισέλθουν στο νέο περιβάλλον καθώς δεν θα συνοδεύονται από τους φυσικούς ανταγωνιστές τους πολύ πιθανόν να εξαπλωθούν με μεγάλη ταχύτητα και να εκτοπίσουν ακόμα περισσότερο αυτοφυή είδη – άρα σε μακροπρόθεσμη βάση το ισοζύγιο θα μεταβεί σε αρνητικά επίπεδα.
Έτσι λοιπόν, διαπιστώνει ο ίδιος, μπορεί μεσοπρόθεσμα το ισοζύγιο του αριθμού των ειδών να είναι θετικό όμως, αναμένεται αυτό μακροπρόθεσμα να αλλάξει, το δε ποιοτικό χαρακτηριστικό της βιοποικιλότητας που είναι η μοναδικότητα των ειδών (ενδημισμός) αναμένεται να υποβαθμιστεί.
Τέλος, το τρίτο σημείο, σύμφωνα με τον καθηγητή, στο οποίο πρέπει να σταθεί κανείς, είναι ότι η «εισβολή» νέων ειδών, λόγω κλιματικής αλλαγής, αναμένεται να συνοδευτεί από έκρηξη του πληθυσμού συμβιωτικών μικροπαθογόνων (πχ ιών, βακτηρίων) οι συνέπειες των οποίων αναμένεται να είναι τραγικές για τους πληθυσμούς των αυτοφυών ειδών.
Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αυτού καθ’ αυτού της κλιματικής αλλαγής, αλλά της εισβολής των ειδών, που υποκινείται όμως από την κλιματική αλλαγή.
Η έκρηξη ασθενειών ενός είδους λόγω εισβολής σε ξένα περιβάλλοντα είναι πολύ καλά τεκμηριωμένο στις πρόσφατες εξάρσεις των επιδημικών ιογενών ασθενειών Covid, Έμπολα, κλπ, δεν παραλείπει να τονίσει.
Είναι γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή/κρίση είναι αδιαμφισβήτητη, ανεξάρτητα ποιες πιστεύουμε ότι είναι οι πηγές της (φυσικές μόνο, ανθρωπογενείς μόνο, μικτές), για να καταλήξει τονίζοντας ο κ. Βραχνάκης: «Αντιλαμβανόμαστε ότι η κλιματική αλλαγή επιδρά στη βιοποικιλότητα με καθοριστικό τρόπο.
Είναι στο χέρι μας να παρακολουθούμε αυτές τις αλλαγές και να επεμβαίνουμε με τα κατάλληλα μέτρα προσαρμογής σε αυτή τη νέα κατάσταση, ενώ παράλληλα θα πρέπει να μειώσουμε το ανθρώπινο αποτύπωμα σε αυτή την πορεία αλλαγής και υποβάθμισης της βιοποικιλότητας και της ίδιας της ζωής μας».