Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
19.1 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Πάτρα: «Σοκαριστικό και αποτρόπαιο ότι συνέβη» – Πανελλήνιο σοκ από την υπόθεση

Πρέπει να διαβάσετε

Πανελλήνιο σοκ έχει προκαλέσει η ποινική δίωξη εναντίον της Ρούλας Πισπιρίγκου, η οποία συνελήφθη για το θάνατο της 9χρονης κόρης, το απόγευμα της Τετάρτης.

Μιλώντας στον Περιφερειακό Τηλεοπτικό Σταθμό CRETA και στην εκπομπή Live με την Αντιγόνη, ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιώργος Παπακωνσταντής αναφέρθηκε στα γεγονότα, αναφορικά με τα όσα έχουν δημοσιοποιηθεί και είναι γνωστά, χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει το περιερχόμενο της δικογραφίας. «Η ιστορία ξεκίνησε με μια προκαταρκτική εξέταση, για να διερευνηθεί αν υπήρξε έγκλημα. Η προκαταρκτική εξέταση κατέληξε μετά από ένα κύκλο, κάποιες ημέρες, στο συμπέρασμα ότι βρέθηκε μια απαγορευμένη και θανατηφόρα ουσία στις τοξικολογικές εξετάσεις της μικρής Τζωρτζίνας, άρα δεν έπρεπε να υπάρχει, δεν εντάσσεται στο ιατρικό πρωτόκολλο που έπρεπε να ακολουθηθεί για την μικρή, άρα έχουμε πιθανότητα εγκλήματος. Στο πλαίσιο αυτό, ασκήθηκε εφόσον έλαβε γνώση της προκαταρκτικής εξέτασης ο Εισαγγελέας, ποινική δίωξη στην κύρια ύποπτη απ’ότι φαίνεται, αφού οι αστυνομικοί εξέτασαν γιατρούς και νοσηλευτές και όλα τα υπόλοιπα που έπρεπε να κάνουν και ασκήθηκε ποινική δίωξη στην κύρια ύποπτη που είναι η μητέρα της Τζωρτζίνας».

Μια παρατήρηση όπως ανέφερε ο κ. Παπακωνσταντής, είναι ότι η Ρούλα Πισπιρίγκου έχει ήδη «δικαστεί» και «καταδικαστεί» κυριολεκτικά από το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας που πληροφορήθηκε όλα τα διαδραματιζόμενα από τα ΜΜΕ. «Τα ΜΜΕ όλη αυτή την ιστορία, κάποια έπαιξαν θετικό ρόλο και ακολούθησαν τη δημοσιογραφική δεοντολογία και κάποια, τα περισσότερα, ξεπέρασαν εαυτούς στην αναζήτηση κυριολεκτικά της αύξησης των κλικ ή της τηλεθέασης. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι στην ουσία τώρα αρχίζει η κύρια ανάκριση, το ερώτημα είναι πως βρέθηκε η κεταμίνη στο αίμα της Τζωρτζίνας και πρέπει να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι την κεταμίνη τη χορήγησε η μητέρα προκειμένου να θεωρηθεί ότι είναι ένοχη και να καταδικαστεί».

Πρόσθεσε δε, πως αυτή η διαδικασία θέλει μεγάλη προσοχή και διερεύνηση από ανακριτικές αρχές. «Θέλει εμπεριστατωμένη έρευνα ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία και στην κατάσταση που βρισκόμαστε η πίεση της κοινής γνώμης, που την είδαμε σε πολλές μορφές, δεν βοηθάει σε αυτή την κατεύθυνση. Υπάρξει μια άποψη που λέει ότι αν δε δημοσιοποιηθεί το έγκλημα και δεν υπάρξει κυνηγητό από τους δημοσιογράφους, οι θεσμοί και η δικαιοσύνη αδρανούν και αυτό έχει μια δόση αλήθειας. Από την άλλη έχουμε δει πολλές φορές ότι τα ΜΜΕ και οι τρόποι που κατευθύνουν τις έρευνες ή στοχοποιούν ανθρώπους δεν είναι πάντα ο καλύτερος και στέλνουν εκτός πεδίου το περιβόητο τεκμήριο αθωότητας».

Σύμφωνα με τον κ. Παπακωνσταντή, υπάρχουν ενδείξεις και η κοινή γνώμη δεν μπορεί να «αθωώσει» ή να «δικάσει» κανέναν. «Λέω τη διαδικασία προκειμένου να καταλάβουν όλοι, ότι έχοντας εμπιστοσύνη στους θεσμούς, θα κάνουν τη δουλειά τους. Το έγκλημα εφόσον συνέβη με τον τρόπο που περιγράφεται ότι συνέβη, είναι σοκαριστικό, αποτρόπαιο. Δεν είναι μοναδικό έχουν συμβεί και άλλα χειρότερα θα έλεγα, δυστυχώς εγκλήματα πάσης φύσεως και μορφής γίνονται και θα γίνονται. Είναι συστατικό της κοινωνίας το έγκλημα και δεν υπάρχει περίπτωση κάποια στιγμή να πούμε ότι θα φτιάξουμε μια κοινωνία χωρίς έγκλημα. Απομένει να δούμε πως λειτουργούν οι θεσμοί, ώστε ο πραγματικός εγκληματίας να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη και εφόσον είναι ένοχος να καταδικαστεί. Δεν μιλάω για το αν είναι ή όχι ένοχη η Πισπιρίγκου, ενδεχομένως όλοι έχουμε υποψίες, όλοι θεωρούμε το ένα ή το άλλο αποδεικτικό στοιχείο επαρκές. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε ως πολίτες, είναι να ζητούμε τη σωστή λειτουργία των θεσμών, στη συγκεκριμένη περίπτωση αναζητώντας το θάνατο των δύο προηγούμενων παιδιών. Πολλά ερωτήματα σε σχέση με το τι συνέβη στα νοσοκομεία μέσα, πως έκαναν κάποιοι λειτουργοί τη δουλειά τους, υπάρχουν ερωτήματα αν υπάρχουν ή όχι συνεργοί είναι ένας μακρύς δρόμος που ξεκινάει προκειμένου να καταλήξει η υπόθεση πλήρως διαλευκαμένη στο ακροατήριο».

Κλείνοντας την τοποθέτηση του, ο κ. Παπακωνσταντής σημείωσε πως μένει να αποδειχθεί ότι πραγματικά την εν λόγω ουσία τη χορηγήσε η μητέρα στην 9χρονη και όπως προβλέπει το ποινικό σύστημα, πρέπει να αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. «Όλες οι συζητήσεις που γίνονται δεν βοηθούν στην ουσιαστική διαλεύκανση της υπόθεσης, κάποιες παρεμβάσεις όμως βοήθησαν στο να κινητοποιηθούν θεσμοί και να τρέξουν».


Από την πλευρά της, η ψυχίατρος Εύα Μαρία Τσαπάκη ανέφερε πως χωρίς να μπει στην άκρη το αξιόποινο των πράξεων καλό είναι οι πολίτες, να γνωρίζουν ότι πρόκειται για μια περίπτωση «μιας πολύς διαταραγμένης ψυχικά κυρίας, οι διαγνώσεις θα μπορούσαν να είναι πάμπολες, όμως αυτό που χαρακτηρίζει την συμπεριφορά της είναι μια απώλεια, του ρόλου της μητέρας όπως τον ξέρουμε. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του κοινού αισθήματος και γι’ αυτό μας σοκάρει και είναι αυτό που διχάζει την κοινωνία, την κοινή γνώμη και γι’ αυτό δίνουμε την σημασία που δίνουμε. Κατά την ψυχιατρική, εκτιμώ χωρίς να έχω ασφαλώς πάρει συνέντευξη στην κυρία και να έχω εις βάθος μετρήσει την κατάσταση της, ότι βλέπουμε είτε μια ψυχοπαθητική διαταραχή προσωπικότητας είτε μια διαταραχή προσποίησης επιβεβλημένη σε άλλον, δια αντιπροσώπου αυτό που συχνά ακούγεται ως σύνδρομο Μινχάουζεν. Αυτή η δεύτερη διαταραχή πρωτοπεριγράφηκε τα τέλη της δεκαετίας του ’70 στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι βγαλμένη η περίπτωση αυτή της κυρίας από την περιγραφή του Εγγλέζου ψυχιάτρου το 1977. Διαιωνίζεται η εκμετάλλευση ενός αθώου ανθρώπου, ενός παιδιού. Συνήθως οι μητέρες που έχουν προϋπάρχουσα, στις περισσότερες περιπτώσεις ψυχιατρική νόσο και από ότι αντιλαμβάνομαι ίσως υπάρχει επαφή της κυρίας με το Νοσοκομείο το Ψυχιατρικό της Πάτρας, οι οποίες μητέρες χρησιμοποιούν τη δηλητηρίαση, την αιμορραγία, διάφορες μολύνσεις ή τραυματισμούς για να ικανοποιηθούν προσωπικά κίνητρα που δεν έχουν να κάνουν τις περισσότερες φορές με οικονομική απολαβή αλλά με το να εισπράξουν τη συμπάθεια, την προσοχή από κάποιον που τους ενδιαφέρει, ενδεχομένως κάποιο πρόσωπο της οικογένειας ή πολλές φορές από το υγειονομικό προσωπικό με το οποίο έρχονται σε επαφή».

Η κα. Τσαπάκη έκανε λόγο στο περιβάλλον τέτοιων περιπτώσεων, γίνεται λόγος για μια «αφοσιωμένη μητέρα, που φροντίζει και διαιωνίζει τον ρόλο της, μέσα από τη φροντίδα του παιδιού που είναι ανυπεράσπιστο και αγγιστρώνεται πάνω του».

Συμπλήρωσε δε, πως έχουμε ικανές κοινωνικές υπηρεσίες και στην Ελλάδα ενδεχομένως όχι τόσο πολύ «όσον αφορά την αφοσίωση σε κάθε περιστατικό, αλλά νομίζω ότι ίσως λάνθανε της προσοχής των υπηρεσιών, το συγκεκριμένο περιστατικό, γιατί η μητέρα όντας νοσηλεύτρια μπορούσε να διαχειριστεί το περιβάλλον με τέτοιο τρόπο που φαινομενικά να μη χρειάζεται να παρέμβουν οι υπηρεσίες».

Κλείνοντας, η κα. Τσαπάκη σημείωσε πως πρόκειται για κάτι, πέρα από τα φυσιολογικά όρια, αυτό που συμβαίνει και καλείται ο απλός κόσμος να διαχειριστεί. «Δεν περιμένουμε μια μητέρα, να σκοτώνει τα παιδιά της και να μην το παρατηρήσουμε, να μην προκαλέσει θυμό. Είναι εντελώς πέρα από την αναμενόμενη διάσταση του ρόλου μιας μητέρας. Παρόλα αυτά θα πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτούμε, ότι το τραύμα της κακοποίησης που μπορεί να υφίστανται οι άνθρωποι που προκαλούν τέτοια εγκλήματα, πιθανότατα να λανθάνει τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Άρα λίγο να πάρουμε την πρόταση, που πρέπει από το συναίσθημα που προκαλείται από το άκουσμα του γεγονότος και να περιμένουμε μέχρι να κατασταλάξουν τα πράγματα».

 

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα