Mόλις 15 ημέρες απομένουν έως την έναρξη των Πανελλαδικών Εξετάσεων και το άγχος των υποψηφίων κορυφώνεται, μαζί με την αγωνία για την ευκολία ή δυσκολία των θεμάτων που θα κρίνει και την πορεία των βάσεων.
Πρόβλεψη για το πού θα κινηθούν οι βάσεις είναι σχεδόν ανέφικτη και μόνο επιπλέον αγωνία στους υποψηφίους προκαλεί. Είναι σημαντικό όμως να γνωρίζουν τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς τους παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν το χρηματιστήριο των βάσεων καθώς και τις εκτιμήσεις για τα φετινά θέματα.
Η διαμόρφωσή τους εξαρτάται από τρεις παράγοντες: Τον αριθμό των εισακτέων, τις επιδόσεις των υποψηφίων και τις σχολές που προτιμούν, όπως αυτές εκφράζονται με τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου. Ο αριθμός των εισακτέων δεν άλλαξε φέτος, γιατί το υπουργείο Παιδείας επέλεξε να μη φορτίσει πιο πολύ τους ήδη ταλαιπωρημένους υποψηφίους από τον εγκλεισμό στο σπίτι και τα κλειστά σχολεία λόγω της πανδημίας.
Συνεπώς, ο αριθμός των εισακτέων φέτος δεν θα επηρεάσει τη διαμόρφωση των βάσεων, σε σχέση βέβαια με τις περσινές. Το μόνο θετικό σε αυτή την περίπτωση είναι ότι, όπως και πέρυσι έτσι και φέτος, θα εισαχθεί στα ΑΕΙ σχεδόν το 86% των υποψηφίων. Ως στοιχείο είναι ενθαρρυντικό για να πάνε οι υποψήφιοι με καλή ψυχολογία και αισιοδοξία. Ο δεύτερος παράγοντας διαμόρφωσης των βάσεων είναι οι επιδόσεις των υποψηφίων.
Μιλώντας στο «Εθνος της Κυριακής», ο καθηγητής και σύμβουλος σταδιοδρομίας, Στράτος Στρατηγάκης, εξηγεί ότι «φέτος οι επιδόσεις των υποψηφίων θα εξαρτηθούν από τη δυσκολία των θεμάτων που θα επιλεγούν από τους θεματοδότες, αλλά και από την προετοιμασία και την απόδοση των υποψηφίων, που διάβαζαν κάτω από αντίξοες συνθήκες, αφενός γιατί ήταν εγκλωβισμένοι στο σπίτι και αφετέρου γιατί έκαναν διαδικτυακό μάθημα, που ομολογουμένως είναι πιο δύσκολο από το διά ζώσης για τους περισσότερους μαθητές.
Συνεπώς οι επιδόσεις των υποψηφίων δεν θα εξαρτηθούν φέτος μόνο από τη δυσκολία των θεμάτων αλλά και από το πόσο αποδοτική ήταν η μελέτη των υποψηφίων μέσα στις συνθήκες που επικρατούσαν, κάτι το οποίο είναι εντελώς άγνωστο». Ο τρίτος παράγοντας είναι οι επιλογές των υποψηφίων στη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου, η οποία γίνεται μετά τις εξετάσεις και πάντα αποτελούσε την άγνωστη παράμετρο που επηρέαζε σημαντικά τις βάσεις. Και φέτος το ίδιο αναμένεται να συμβεί, διότι οι μεταβολές στον τρόπο που δηλώνονται οι σχολές, με τους υποψηφίους να επιλέγουν σπουδές που πιστεύουν ότι θα τους δώσουν πλεονέκτημα στην αναζήτηση εργασίας, ανεβοκατεβάζουν το χρηματιστήριο των βάσεων. Αυτές οι τάσεις αλλάζουν απρόβλεπτα, περίπου ανά πέντε χρόνια.
Φέτος υπάρχει επιπλέον και ο παράγοντας της νέας οικονομικής κρίσης, συνέπεια του lockdown και της πανδημίας, που θα επηρεάσει τους υποψηφίους στο να δηλώσουν σχολές μακριά από την οικογενειακή εστία. Υπάρχει ακόμη και η βάση που καθιερώνεται στις μετεγγραφές και δεν θα επιτρέπει σε υποψηφίους με πολύ χαμηλή βαθμολογία να μετακινηθούν σε υψηλόβαθμες σχολές. Σύμφωνα με τη βάση, για να διεκδικήσει κάποιος υποψήφιος μετεγγραφή σε ένα τμήμα πρέπει να έχει συγκεντρώσει τα μόρια της βάσης της σχολής, μείον 2.750 μόρια. Αυτό πιθανόν να αποτρέψει κάποιους υποψηφίους με λίγα μόρια να δηλώσουν σχολές που έχουν υψηλές βάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ελπίζοντας ότι θα πάρουν μετεγγραφή σε αυτές.
Το πρόβλημα των μαθηματικών
Οσον αφορά στη δυσκολία ή ευκολία των θεμάτων, φέτος επίσης δεν μπορεί με σιγουριά να απαντηθεί. Ορισμένοι, όπως υποστηρίζει ο κ. Στρατηγάκης, λένε ότι τα θέματα των Πανελλαδικών θα είναι φέτος πιο εύκολα από τις άλλες χρονιές, καθώς λόγω της πανδημίας οι μαθητές δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν, με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο διαβασμένοι από άλλες χρονιές. Αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη φετινή χρονιά, οι θεματοδότες θα βάλουν πιο εύκολα θέματα, ώστε να μην έχουμε πολύ μεγάλη αποτυχία. Αλλοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι με τη μείωση της ύλης δεν μπορούν να δημιουργηθούν συνδυαστικές ασκήσεις, συνεπώς οι θεματοδότες θα δυσκολευτούν πολύ να βρουν ένα τέταρτο θέμα που θα διαχωρίσει τους άριστους, τους πολύ καλούς και τους καλούς μαθητές. Θα αναγκαστούν, λοιπόν, να βάλουν πάρα πολύ δύσκολες ασκήσεις για να μη γράψουν όλοι πολύ υψηλή βαθμολογία, γεγονός που δημιουργεί αδικίες. Πράγματι, η μείωση της ύλης σε μερικά μαθήματα, όπως στα Μαθηματικά, δημιουργεί πολύ μεγάλο πρόβλημα, καθώς πολύ σημαντικά κεφάλαια έμειναν εκτός ύλης.
Η κατάργηση των συντελεστών βαρύτητας δίνει περισσότερα μόρια
Φέτος άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού των μορίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις με την κατάργηση των συντελεστών βαρύτητας. Δεν υπάρχουν μαθήματα που δίνουν περισσότερα μόρια, όπως υπήρχαν μέχρι και το 2019 τα μαθήματα αυξημένης βαρύτητας. Ετσι κάθε μάθημα δίνει τώρα 250 μόρια, σε αντίθεση με το 2019, όπως μπορείτε να δείτε στον πίνακα 1.
Η αλλαγή αυτή θα επηρεάσει τον συνολικό αριθμό μορίων που συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι, γιατί δεν γράφουν σε όλα τα μαθήματα τον ίδιο βαθμό. Αν, δηλαδή, ένας υποψήφιος έγραφε και στα 4 μαθήματα 15, τότε θα συγκέντρωνε 15.000 μόρια είτε με το ένα σύστημα είτε με το άλλο. Ομως αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη. Στον πίνακα 2 βλέπουμε τέσσερα παραδείγματα που μας δείχνουν τη διαφοροποίηση των μορίων ανάλογα με τις επιδόσεις των υποψηφίων.
Γενικά βλέπουμε ότι οι υποψήφιοι συγκεντρώνουν περισσότερα μόρια με το νέο σύστημα. Αυτό οφείλεται στο ότι στο Μάθημα 1 και στο Μάθημα 2, που είναι τα μαθήματα αυξημένης βαρύτητας, οι υποψήφιοι γράφουν χαμηλότερους βαθμούς, γιατί είναι δυσκολότερα μαθήματα από τα άλλα, με αποτέλεσμα όταν έχουν αυξημένη βαρύτητα να οδηγούν τους υποψηφίους στη συγκέντρωση λιγότερων μορίων από όταν δεν έχουμε αυξημένη βαρύτητα στα μαθήματα με χαμηλότερες επιδόσεις. Η γενική τάση θα είναι, λοιπόν, η αύξηση των μορίων των υποψηφίων. Η αύξηση αυτή δεν θα είναι ίδια σε όλη την γκάμα των μορίων, αλλά όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των βαθμών από τον μέσο όρο των βαθμών του υποψηφίου, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η διαφορά μορίων μεταξύ του παλαιού και του νέου συστήματος. Ο υποψήφιος 1 θα συγκέντρωνε τα ίδια μόρια και με τα δύο συστήματα, αλλά αυτό δεν είναι πραγματικό, γιατί κανείς υποψήφιος δεν γράφει τους ίδιους βαθμούς σε όλα τα μαθήματα. Οι άλλοι υποψήφιοι είναι πιο πραγματικές περιπτώσεις και βλέπουμε ότι όσο μεγαλύτερη απόκλιση έχουν οι βαθμοί τους από τον μέσο όρο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η διαφορά των μορίων. Αυτό μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι θα έχουμε άνοδο των βάσεων στις χαμηλόβαθμες σχολές, εξαιτίας της αλλαγής του τρόπου υπολογισμού μορίων. Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, πώς θα επηρεάσουν τη διαμόρφωση των βάσεων η δυσκολία των θεμάτων και οι επιδόσεις των υποψηφίων στις εξετάσεις.
Η σύγκριση με το 2019
Φυσικά τους υποψηφίους καθόλου δεν τους ενδιαφέρει πόσα μόρια θα έβγαζαν με το ένα ή με το άλλο σύστημα. Η μελέτη αυτή είναι χρήσιμη για να καταλάβουν ότι δεν έχει κανένα νόημα να κοιτάζουν τις περσινές βάσεις, γιατί πέρα από τη διαφοροποίηση που θα υπάρχει από τις επιδόσεις των υποψηφίων, υπάρχει και η κρίσιμη διαφορά του διαφορετικού τρόπου υπολογισμού των μορίων, που επί της ουσίας κάνει πράξη χωρίς νόημα το να κοιτάζει ο υποψήφιος τις περσινές βάσεις. Ο υποψήφιος Νο 3 με το παλιό σύστημα συγκέντρωνε 9.950 μόρια και αν υπήρχε η βάση του 10 θα κοβόταν, ενώ με το νέο σύστημα θα συγκέντρωνε 10.250 μόρια και δεν θα κοβόταν. Αλλη μία απόδειξη ότι η βάση του 10 είναι ένα κινητό φράγμα χωρίς νόημα. Συνεπώς δεν κοιτάζουμε τις περσινές βάσεις και δεν κάνουμε υπολογισμούς ότι για να πετύχουμε στη σχολή των ονείρων μας πρέπει να συγκεντρώσουμε τόσα μόρια, άρα πρέπει να γράψουμε αυτήν τη βαθμολογία.
Πηγή: ethnos.gr