Η πανδημία του COVID-19 ανέδειξε πληθώρα όψεων του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας στις κοινωνίες μας. Μέσα στις συνθήκες υγειονομικής επισφάλειας και αναγκαστικού χωρικού περιορισμού στο σπίτι, η μέριμνα του πάσχοντος σώματος, η φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού και η διασφάλισης της ατομικής υγιεινής, ενεγράφη στις υπάρχουσες δομές και σχέσεις εξουσίας και επιβάρυνε δυσανάλογα τις γυναίκες από ό,τι τους άντρες κατά την διάρκεια της πανδημίας.
Ταυτόχρονα όμως, και ενώ η πανδημία ανέτρεπε βίαια τον ρυθμό τις καθημερινής ζωής και των οριοθετήσεων μεταξύ της ιδιωτικής ζωής και της εργασίας, σημειώνεται στην χώρα μας, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, μια τρομακτική αύξηση στα περιστατικά έμφυλης βίας, συνήθως στο πλαίσιο είτε της οικογένειας, είτε των ζευγαριών. Έτσι, η πανδημία έφερε με αιφνίδιο τρόπο στην επιφάνεια τις, πάντοτε παρούσες, μορφές πατριαρχικής κυριαρχίας οι οποίες παρήγαν τραγικά αποτελέσματα τις μέρες του εγκλεισμού.
Αν οι παραπάνω τάσεις συνέβησαν με διαφορετική ένταση σε πολλές κοινωνίες που αντιμετώπιζαν την ίδια υγειονομική συγκυρία, το κύμα γυναικοκτονιών, 17 περιπτώσεις μέσα στη διάρκεια ενός χρόνου, στη χώρα μας είχε κάτι το ιδιαίτερα «ελληνικό». Η ανάδυση των πλέον αποτρόπαιων όψεων της πατριαρχίας στην συγκυρία της πανδημίας συγχρονίζεται στην περίπτωση μας με την πρωτοβουλία της παρούσας κυβέρνησης να προχωρήσει στην μεγαλύτερη ανατροπή του ενδοοικογενειακού συσχετισμού ισχύος εις βάρος των γυναικών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο νομικό μας σύστημα, με αφορμή το υποτιθέμενο ζήτημα της συνεπιμέλειας. Ο νόμος Τσιάρα, που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2021, ανέτρεψε το δεδικασμένο χρόνων και την λογική μέσα από την οποία αντιμετώπιζε το ελληνικό δικαστικό σύστημα το θεσμό του διαζυγίου γονέων. Με αυτό τον τρόπο επί ΝΔ, δημιουργήθηκαν επιπλέον εμπόδια σε γυναίκες εγκλωβισμένες σε σχέσεις με άντρες με βίαιο και εκμεταλλευτικό παρελθόν, από το να εγκαταλείψουν το αποπνικτικό περιβάλλον του γάμου τους. Έτσι, την στιγμή που η πανδημία συνέβαλε στην πυροδότηση ενδοοικογενειακών εντάσεων χρόνων, ο νομοθέτης φρόντιζε να εγκλωβίσει περαιτέρω τις γυναίκες – θύματα μέσα στο σπίτι. Τα θύματα που θρηνούμε σήμερα είναι εν μέρει και αποτέλεσμα αυτού του μισογυνικού τρόπου άσκησης δημόσιας οικογενειακής πολιτικής.
Ταυτόχρονα, όμως, η πανδημία και το κύμα γυναικοκτονιών συνέπεσε και με το ελληνικό κίνημα του me_too και την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης απέναντι σε φαινόμενα κακοποίησης, συχνά με έμφυλα χαρακτηριστικά, που εκκίνησε από την υπόθεση της Σοφίας Μπεκατώρου. Η συγκυρία αυτή οδήγησε στην αύξηση της ορατότητας σε ζητήματα έμφυλης βίας. Ο δημόσιος λόγος που αναπτύχθηκε γύρω από την επιθετική και τοξική αρρενωπότητα και τις σχετικές κακοποιητικές πρακτικές βοηθάει σήμερα και τα ίδια τα θύματα να μπορέσουν να δράσουν, να κοινωνικοποιήσουν τη βία που υφίστανται. Τα θύματα έμφυλης βίας συναντάνε σήμερα περισσότερες ανοικτές πόρτες και ανοικτά αυτιά από ό,τι στο παρελθόν και αυτό συμβάλει στον περιορισμό της «κουλτούρας της σιωπής» που περιβάλλει τη βία κατά των γυναικών στην κοινωνία μας. Τα παραπάνω, όμως, αναπόφευκτα οδηγούν και στο συμπέρασμα ότι η πολιτική περί του φύλου πρέπει να συνοδεύεται και με τη δημιουργία εκείνου του δημόσιου χώρου όπου το τραύμα μπορεί να κοινωνικοποιηθεί, να διαχειριστεί και όχι να απωθηθεί, αλλά και το εκείνων των φυσικών χώρων που να επιτρέπουν στα θύματα της έμφυλης βίας να αισθανθούν ασφάλεια.
Με ανάλογες μέριμνες η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάρτιο του 2018 έφερε προς ψήφιση στη Βουλή τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης τοποθετούσε το θέμα της βίας κατά των γυναικών στο ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της ανισότητας των φύλων και της έλλειψης σεβασμού προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των γυναικών και ως εκ τούτου επικεντρώνεται σε όλες τις μορφές βίας. Αναλόγως, επί της προηγούμενης κυβέρνησης έγιναν προσπάθειες να ενισχυθούν οι δομές για την πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, δομές, οι οποίες όμως σήμερα απαξιώνονται και υποχρηματοδοτούνται.
Ο αγώνας για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών είναι παγκόσμιος, είναι εθνικός, είναι όμως αναπόφευκτα και τοπικός. Στην Κρήτη, η δημοκρατική πολιτική παρακαταθήκη του νησιού συχνά αποκρύπτει τη σχέση μεταξύ των αναπαραστάσεων ανδροπρέπειας και τις έμφυλες αντρικές ταυτότητες με τις πρακτικές και τους λόγους που νομιμοποιούν κακοποιητικές συμπεριφορές εις βάρος των γυναικών.
Έτσι, όσο απαραίτητο είναι σήμερα η εκ νέου νομική ενίσχυση των θυμάτων της έμφυλης βίας και των θεσμών προστασίας των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, συμπεριλαμβανομένης και της νομικής κατοχύρωσης του όρου «γυναικοκτονία», άλλο τόσο σημαντικό είναι στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών να παρέμβουμε για την αλλαγή των εμπεδωμένων νοοτροπιών, αντιλήψεων και στερεοτύπων που αναπαράγουν και τροφοδοτούν την «ανδρική κυριαρχία». Κάτι τέτοιο, στην περίπτωση του νησιού μας, θα απαιτούσε την ανακάλυψη ενός «κρητικού δρόμου» για την εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων.